«Θάνατος καταδίκου»

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΙΟΥΛΙΟΣ 1920. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΗΝΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ

 

 

       Κωνσταντίνος Έσλιν (1844-1920)

  

 ...Εἶνε, φαίνεται, μοιραῖον εἰς τὰς ἰσχυρὰς ψυχὰς νὰ δοκιμάζωνται καὶ μὲ τὴν σκληροτέραν λυδίαν λίθον, τὴν τοῦ βιαίου θανάτου.

 

Ο ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ ΓΡΑΦΕΙ, αυτό το παλλόμενο από συγκίνηση άρθρο, μνημόσυνο και καταγγελία μαζί, για τον θάνατο του γέροντοςπολιτικού και νομομαθούς, Κωνσταντίνου Έσλιν (1844-1920),  πρώην πρόεδρου της Αναθεωρητικής Βουλής, φίλου του πατέρα του  Στεφ. Δραγούμη και δικού του συνεξόριστου στο Αιάκειο της Κορσικής (κατά το διάστημα 1917-18). 

       Δεν στέκομαι στην «ομιλητική» διάσταση του τρόπου καταδίωξης και εξόντωσης των αντίπαλων του Βενιζελικού καθεστώτος κατά την περίοδο της «Τυραννίδος», δηλαδή της διακυβέρνησης της χώρας, σε καθεστώς στρατιωτικού νόμου, από τους Γάλλους. Επισημαίνω μονάχα την τραγική ειρωνεία των όσων γράφονται εδώ. Σε μια πολύ κοντινή προέκταση του χρόνου ο Ίων Δραγούμης (σε μόλις έξι μήνες!)  μέλλεται να πέσει κι αυτός, με τρόπο φρικτό, στο βωμό της μισαλλοδοξίας και του καλοθρεμμένου Διχασμού. 

   Ο Δραγούμης ασφαλώς γράφει για τον Κωνσταντίνο Έσλιν. Όμως, υποπτεύομαι πως, μιλά και ...για τον εαυτό του! 

 


                                                

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΤΑΔΙΚΟΥ*

 

 

Άρθρο του ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ

  

          πέθανεν εἰς τὸ νοσοκομεῖον ἕνας, 75 ἐτῶν ἡλικίας, κατάδικος εἰς θάνατον, μεταφερθεὶς ἐκεῖ πρὸ μιᾶς ἑβδομάδος ἀπὸ τὴν φυλακὴν, ὅταν ἡ ὑγεία του εἶχε πλέον τελειωτικῶς κλονισθῇ ἀπὸ τὴν κακοπάθειαν τοῦ δεσμωτηρίου.

          Ὁ κατάδικος αὐτὸς, ἂν καὶ γέρων καὶ ἀσθενήσας εἰς τὴν φυλακήν, οὐδέποτε παρεπονέθη διὰ τὴν δίαιταν εἰς τὴν ὁποίαν ὑπεβάλλετο, δὲν ἐζήτησε τίποτε διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ ὅταν ἐλήφθη πρόνοια διὰ νὰ μεταφερθῇ εἰς νοσοκομεῖον, δὲν ἐδέχετο νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ἐκρατοῦντο μαζί του τόσοι ἄλλοι«προδόται» ὑπόδικοι καὶ κατάδικοι. Ἐχρειάσθη νὰ ἐκτελεσθῇ ἀνωτέρα διαταγή διά νά μετοικήσῃ εἰς ἕνα νοσοκομεῖον.

         Εἰς τὴν Κορσικὴν, ὅπου ὁ νομάρχης —φωτισμένος γραφειοκράτης— εἶχε χωρίσει τοὺς Ἕλληνας ἐξορίστους αἰχμαλώτους εἰς δύο τάξεις, τοποθετήσας τοὺς μὲν εἰς καλύτερον τοὺς δὲ εἰς δευτερώτερον ξενοδοχεῖον, ὁ γέρων, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴν κρίσιν τοῦ κ. νομάρχου, δέν τοῦ ἐγέμιζε τὸ μάτι ὡς πρώην πρόεδρος Ἐθνοσυνελεύσεως, ἐτοποθετήθη εἰς δωμάτιον βορεινὸν, ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν, διὰ τὸ ὁποῖον οὐδέποτε παρεπονέθη. Καὶ ἐφ’ ὅσον μὲν ἐπετρέπετο ἡ ἕξοδος τῶν ἐξορίστων εἰς περίπατον, ἐκολάζετο κἄπως τὸ ἄτοπον τοῦ πράγματος, ἀλλ’ ὅταν ἀπηγορεύθη καὶ αὐτὴ, ὁ αἰχμάλωτος γέρων, καὶ ἀρρωστήσας, οὐδὲ λέξιν ἐξεστόμισε παραπονετικὴν, οὔτε ἐζήτησε ποτὲ ἔστω καὶ τὴν μεταφοράν του εἰς καλύτερον δωμάτιον.

         Ἡ λεπτότης καὶ ἡ ὑπερηφάνεια ἔχουν μέσα των καὶ μόνον τὴν ἀνταμοιβήν των.

***

        Καὶ τίς ἦτο λοιπὸν ὁ Ἔσλιν αὐτὸς, ποῦ δὲν ἐγέμιζε τὸ μάτι τοῦ κ. Νομάρχου Κορσικῆς; Δικηγόρος; Νομομαθής; Βαθὺς ἐπιστήμων; Βαυαρικοῦ ὀνόματος πολίτης ἑλληνικώτατος; Νομάρχης εἰς τὴν Λαμίαν κατὰ τὸ 1897; Πολιτευτὴς ἀνεξάρτητος; Πρόεδρος τῆς ἀναθεωρητικῆς Βουλῆς; Μέλλων κατάδικος εἰς θάνατον ἐπὶ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ; Συντηρητικὸς ὅπως τὸν λέγουν οἱ σοσιαλισταί; Ἐπαναστάτης ὅπως τὸν κρίνουν οἱ συντηρητικοί; Εἰς ἄκρον μορφωμένος ἄνθρωπος;

         Ὁ Κωνσταντῖνος Ἔσλιν ὑπῆρξεν ὅλ’ αὐτὰ, ἀλλὰ καὶ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν τὸν χαρακτηρίζει ὁλοκληρωτικῶς.

         Ὁ Ἔσλιν ἦτον  ἄ ν θ ρ ω π ο ς. Ἄνθρωπος καθ’ ὅλην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως, τὴν εὐρεῖαν, τὴν εὐγενικὴν, τὴν ἰδανικήν.

         Ὁ Ἔσλιν ἔζησεν ὡς ἀνὴρ, καὶ ὅταν ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ ἀντικρύσῃ τὸν θάνατον, τὸν ἀντίκρυσεν ὡς τοιοῦτος. Εἶνε, φαίνεται, μοιραῖον εἰς τὰς ἰσχυρὰς ψυχὰς νὰ δοκιμάζωνται καὶ μὲ τὴν σκληροτέραν λυδίαν λίθον, τὴν τοῦ βιαίου θανάτου. Καὶ ἐδοκιμάσθη δι’ αὐτῆς καὶ ὁ Ἔσλιν. Ἡ ἡρωϊκή του διάθεσις καθ’ ὅλην του τὴν ζωὴν ἐκάλει ἀναποτρέπτως τὴν ἀντιμετώπισιν καὶ τοῦ σκληροτέρου θανάτου.

        Τί καὶ ἂν δὲν ἐξετελέσθη ἡ ποινή; Δὲν φθάνει ὅτι τοῦ ἀπηγγέλθη ἡ ἀπόφασις ὅτι ὡς προδότης «καταδικάζεται εἰς θάνατον»; Καὶ τὴν ἀπόφασιν ταύτην ἐδέχθη ἀτάραχος ὁ 75έτης γέρων, ὅπως ἐδέχθη τὴν ἐξορίαν, ὅπως ἐδέχθη τὰς στερήσεις, τῶν ὁποίων ἡ σκληροτέρα ὑπῆρξεν ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὴν γραῖαν σύζυγόν του.

       Ἦτο δυνατὸν νὰ ἐζήτει «χάριν» ὁ Κωνσταντῖνος Ἔσλιν, αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐζήτησε μόνον νὰ ἐπανέλθῃ ἀπὸ τὴν ἐξορίαν εἰς τὴν πατρίδα, ἐν γνώσει ὅτι θὰ κατεδικάζετο; Καὶ νὰ τὸ φαντασθῇ κανεὶς θὰ ἦτο βλασφημία.

***

         Ἀλλ’ ἦτο, φαίνεται, προδότης. Ἕνας γέρων καλόγηρος εἰς τὴν Σκόπελον, βενιζελικὸς τὸ φρόνημα, διὰ νὰ καταπατήσῃ εὐκολώτερα τὰ κτήματα τῆς κοινοτικῆς μονῆς —καὶ οἱ καλόγηροι διηρέθησαν, κατὰ τὴν ὡραίαν ἐποχὴν ὅπου ζῶμεν, εἰς βενιζελικοὺς καὶ ἀντιβενελικούς— μ’ ἐρωτοῦσε μίαν ἡμεραν διὰ τὸν πατέρα μου, τὸν ὁποῖον εἶχε γνωρίσῃ ἄλλοτε, ἄν ζῇ καὶ ἄν εἶνε καλά εἰς τὴν ὑγείαν του. Ἀπεκρίθην ὅτι «ζῇ καὶ εἶνε καλά, ἀλλά δὲν εἰξεύρω τὶ τοῦ ἦλθε καὶ εἰς ἡλικίαν 77 ἐτῶν ἀπεφάσισε νὰ γίνῃ προδότης».

          Εἰς τὴν αὐτὴν ἀπορίαν εὑρίσκομαι καὶ ὡς πρὸς τὸν φίλον τοῦ πατρός μου Κωνσταντῖνον Ἔσλιν.

***

        Ἐπειδὴ ἦτο γενναῖος, ἀποροῦσε μὲ ἐκείνους ποὺ ἀποροῦσαν διὰ τὴν τόλμην του ἐνώπιον τῶν δικαστῶν του. Δι’ αὐτὸν, ὅ,τι ἔπραξε καὶ ὅπως ὡμίλησε, ἦτο αὐστηρῶς συνεπὲς καὶ φυσικόν. Καὶ ὁ ὡραῖος μελλοθάνατος ἀνέμενε τὸν θάνατον ἠρέμως.  Δὲν ἔκαμε τίποτε διὰ νὰ τὸν ξεφύγη. Δὲν παρεξέκλινε οὔτε κατὰ κεραίαν ἀπὸ τὸν ἀλύγιστον προορισμόν του.

      Αὐτὸς δέ, εἰς τὸν ὁποῖον ἐφαίνετο ἀπολύτως φυσικὸν καὶ οὐδαμῶς ἀξιοθαύμαστον νὰ ἔχῃ τόλμην, καρτερίαν, γενναιότητα, ἐγνώριζεν ὅμως τὰς ἀδυναμίας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἦτο ἐπιεικὴς πρὸς αὐτούς. Καὶ ὅταν, πολλάκις, ἀπὸ ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ἐξετίμα, ἠξίωνε περισσότερα παρὰ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς, ἂν ἐτύγχανε νὰ δυσαρεστηθῇ μὲ καμμίαν των πρᾶξιν, ἤρχετο πάντα κάποτε στιγμὴ ὅπου θὰ τοὺς ἐσυγχωροῦσε.  Ἡ δὲ ἐπιείκειά του δὲν ἦτο πάντα ὀλυμπία, ἐνεῖχε καὶ δόσιν εἰρωνείας  ἐνίοτε, ἀλλ’ οὐδέποτε ἑστερημένης καλοκαγαθίας.

        Μόνον πρὸς τὸν ἑαυτόν του ἦτο αὐστηρὸς πάντοτε. Εἰς αὐτὸν ἐξαντλοῦσε ὅλην του τὴν σταθερὰν ἰταμότητα καὶ δὲν ἐσυγχωροῦσε τὴν ἀδυναμίαν. Καὶ ὅταν ἀπετύγχανεν εἰς τὰς ἐνεργείας του, τῶν ὁποίων ποτὲ δὲν ὑπερέβαλλε τὴν ἀξίαν,  ὅταν ἡ σθεναρά του θέλησις δὲν κατόρθωνε νὰ μεταβάλῃ εἰς πραγματικότητα τὰ  ἰδανικά του, δὲν ἐπέρριπτε ποτὲ τὸ λάθος εἰς ἄλλους· τὸν ἑαυτόν του μόνον ἐμέμφετο, διὰ τὴν ἀδυναμίαν ὄχι διὰ  τῶν ἄλλων τὴν κακίαν ἢ τὴν ποταπότητα. Καὶ τὰς εὐθύνας τὰς ἀνελάμβανε μόνος, ὅλας.

        Διὰ τοῦτο δὲν εἶχε μέσα του οὔτε σκιὰν πάθους, ἐναντίον κανενὸς ἀνθρώπου, εἰς τὴν ψυχὴν του δὲν εὕρισκε θέσιν τὸ μῖσος καὶ ὁ πόθος τῆς ἐκδικήσεως.

        Δὲν ἔχανε δὲ ποτέ τὴν ψυχραιμίαν του, καὶ εἰς τὰς μᾶλλον στενοχώρους δι’ αὐτὸν στιγμὰς ἢ ὥρας. Δὲν τὸν  ἀπέλειπε ποτὲ τοῦ λογικοῦ ἡ διαύγεια καὶ ἡ ἡρεμία τῆς κρίσεως. Εἰς τὰ μᾶλλον ἀντίξοα τῆς ζωῆς του συναπαντήματα, καὶ εἰς τάς πλέον συνταρακτικὰς τῆς ψυχῆς του περιστάσεις, ἦτο ἤ ἐδεικνύετο ἐξ ἴσου νηφάλιος.

         Ἀλλ’ ὅταν ἡ χαρὰ ἐφώτιζε τὸ πρόσωπόν του, ἡ χαρά του ἦτο μεταδοτικὴ καὶ ἔλεγες ὅτι ἤθελε νὰ φωτίσῃ τὸν κόσμον. 

***

        Ὁ Κωνσταντῖνος Ἔσλιν ἐπάλαισε, τὴν ζωήν του ὅλην, καὶ τὴν διέγραψε μὲ ἀσφαλεῖς, σταθερὰς, ἀλανθάστους γραμμᾶς, ὅπως διεγράφετο χθὲς ἐντὸς τοῦ φερέτρου τὸ πρόσωπόν του.

         Ὅπου διέβλεπε τὴν ἀνάγκην βοηθείας, προσέτρεχε χωρὶς ὑπολογισμούς. Ὁσάκις διέκρινε τὸ δυνατὸν διορθώσεως τῶν κακῶς ἐχόντων, προσέφερε τὸν ἑαυτόν του ὡς παράδειγμα.

         Καὶ ἀλήθεια τώρα, τί σημαίνει ἄν ὁ Ἔσλιν ἦτο ἢ δὲν ἦτο δικηγόρος, ἄν διετέλεσεν ἢ δὲν διετέλεσε νομάρχης, ἂν ὑπῆρξεν ἢ δὲν ὑπῆρξε πρόεδρος τῆς ἀναθεωρητικῆς βουλῆς. Ταῦτα ἔχουν τόσην ἀξίαν δι’ ἡμᾶς ὅσην περίπου καὶ ἂν ἦτο κοντοῦ ἢ ὑψηλοῦ ἀναστήματος, λευκὸς ἤ μελαψὸς, γέρων ἤ νέος. Ὑπῆρξε πάντοτε κατ’ ἐξοχὴν ἄνθρωπος, καὶ αὐτὸ μᾶς ἀρκεῖ.

          Τὸ ἦθος, ποῦ τόσον λείπει γενικῶς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας, τὸ ἦθος ἦτο ἐνσαρκωμένον εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον. Ἠμποροῦσε νὰ εἶχε γίνῃ ὑπουργὸς καὶ πρωθυπουργος ἂν ἤθελε, καὶ δὲν ἔγινε. Κάτι τοῦ ἔλεγε, φαίνεται, ὅτι θὰ ἔμενε συνεπέστερος μὲ τὸν ἑαυτόν του ἂν ἔμενεν ἀσυμβίβαστος πρὸς τοὺς συμβιβασμούς. Ἕνα μόνον δεν ἠμποροῦσε νά γίνῃ  ἐ ὰ ν  δ ὲ ν  ἦ τ ο :  ἄ ν  θ ρ ω π ο ς   ἤ θ ο υ ς.

      Καὶ ἡ φιλοδοξία δὲν τὸν παρέσυρε ποτὲ εἰς πράξεις ἀμφιβόλους. Δὲν ἦτο ἐξ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ποῦ κρίνονται ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πράξεών των. Αἱ πράξεις του, πάντοτε ὥραῖαι, ἦσαν αἱ φυσικαὶ ἀπόρροιαι τοῦ ἤθους του. Καὶ οἱ λόγοι του, ἦσο βέβαιος παντοτε, ὅτι συνεβάδιζον μὲ τὰς πράξεις του.

      Τοιούτου ρυθμοῦ ἄνθρωποι ἐπηρεάζουν τοὺς ἄλλους περισσότερον παρὰ οἱ πολυκίνητοι καὶ πολυπράγμονες, οἱ φιλόδοξοι καὶ ματαιόδοξοι, οἱ πλούσιοι εἰς πράξεις τυχαίας καὶ λέξεις παχυτέρας τῶν πράξεων.

      Αἱ στεγναὶ καὶ πνευματικαὶ γραμμαὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἔσλιν, ζῶντος, μοῦ ἐνεποίουν τὴν αἴσθησιν ἀνθρώπου ἐξαιρετικοῦ, παλαιστοῦ καὶ στωϊκοῦ, ἁγνοῦ καὶ ἰσχυροῦ συνάμα, καρτερικοῦ καὶ ἐπιμόνου, ἀλλ’ ὄχι μέχρι σκληρότητος. Ἡ γλυκύτης του πρὸς ἐκείνους ποῦ ἀγαποῦσε ἔδειχνε τὴν τρυφερότητα τῆς αὐστηρᾶς ψυχῆς του. Ἀπέναντι τῶν ἄλλων, τῶν ἀδιαφόρων, ἐδεικνύετο εὐγενής μέχρι τυπικότητος ἀδιακρίτως τάξεως, ἡλικίας ἤ γένους. Ἐσέβετο τοὺς νέους ὅπως ἐσέβετο τοὺς γέροντας καὶ ἤκουε μὲ προθυμίαν τὰς γνώμας των ἔστω καὶ ἀνιαράς. Ἀλλ’ ὑποπτεύομαι ὅτι ἐσέβετο περισσότερον τοὺς νέους, διότι εἰς τὰ μύχια τῆς ψυχῆς του ἤλπιζεν εἰς καλυτέραν ἀνθρωπότητα.

        Αἱ στεγναὶ καὶ ἤρεμοι γραμμαὶ τοῦ προσώπου του, νεκροῦ, μοῦ ἐνεποίησαν χθές τὴν αἴσθησιν μορφῆς ρωμαϊκοῦ ἀγάλματος ἄνευ στυγνότητος.

***

          Καὶ τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν, τὸν ἐξαιρετικόν, τὸν εἶδα φυλασσόμενον μὲ ξιφολόγχας, γαλλικὰς καὶ ἔπειτα  ἐλληνικάς.

         Καὶ τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν τὸν εἶδα πίσω ἀπὸ τὰ κάγκελα μιᾶς ἀπαισίας φυλακῆς.

          Καὶ τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν τὸν κατεδίκασαν εἰς θάνατον οἱ δικασταί.

          Καὶ εἰς τὸν τάφον του ἐτοποθέτησαν χωροφύλακας.

          Περισσεύει ἡ ἀνοησία εἰς τὸν κόσμον τοῦτον. Ὁ θάνατος τοῦ Κωνσταντίνου Ἔσλιν θὰ μείνῃ ἄκυρος.

  

[ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ]

 

 * Δημοσιεύτηκε στην  εφημερίδα «Η Καθημερινή», 20 Ιανουαρίου 1920.

 

 

O Κωνσταντίνος Έσλιν, πρωταγωνίστησε στην αναθεώρηση του Συντάγματος ως Πρόεδρος της Α΄ Αναθεωρητικής Βουλής (1910-11). Μετά το πέρας της βουλευτικής του θητείας, το 1916, εκλέγεται, μεταξύ σημαντικών ιδρυτικών μελών, πρώτος πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών. Το 1917, με τα δραματικά γεγονότα του Εθνικού Διχασμού, οι σύμμαχοι εξορίζουν τον Έσλιν μαζί με τους Ιωάννη Μεταξά, Δημήτριο Γούναρη, Βίκτωρα Δούσμανη, Ίωνα Δραγούμη, Σπυρίδωνα Μερκούρη, Γεώργιο Πεσμαζόγλου, Ιωάννη Σαγιά κ.α. στο Αιάκειο της Κορσικής. Ο συνεξόριστός τους, Ιωάννης Μάλλωσης, δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Μάρτυρες (Κ. Έσλιν - Ι. Δραγούμης), γράφει: «...Ακούων τις τόν Έσλιν εκθέτοντα τας πολιτικάς αυτού ιδέας δεν εφωτίζετο απλώς, αλλά κατελαμβάνετο εξ ενθουσιασμού και υπερηφανείας διότι τοιαύτης ιδεολογίας ήτο υπέρμαχος, ώστε το βάρος και το μαρτύριον της εξορίας να θεωρούνται μία διασκέδασης και εν απλούν επεισόδιον. Ένα απόγευμα χειμωνιάτικο συνήντησα τόν κ. Ίωνα Δραγούμην είς τήν προκυμαίαν τού Αιακείου. “Ήμουνα μέ τόν Έσλιν” , μού είπε, “καί αισθάνομαι την ψυχήν μου φρεσκότερη!... Σε μία μακρά συζήτηση περί χαρακτήρων και πατριωτών, μεταξύ των Σπ. Μερκούρη, Ι. Σαγιά και Ι. Μεταξά, ο Έσλιν είπε: Διά τούς μεγάλους αγώνας δι' ών θα κριθή η ελευθερία ενός λαού, δεν χρειάζονται ενθουσιώδεις πατριώται τόσον, όσον τίμιοι χαρακτήρες. Καί διά να έχωμεν καλούς καί χρησίμους πατριώτας πρέπει πρό παντός να έχωμεν εντίμους χαρακτήρας!”...» Μετά από διάβημα του Έσλιν για επιστροφή στη Ελλάδα, δύο από τους συνεξόριστους φοβήθηκαν και ο Μάλλωσης γράφει: «Ο δέ Δούφας —καί ζητώ συγγνώμην διότι αναφέρω εκ νέου αυτόν διά τελευταίαν όμως φοράν— περιδεής και τρέμων έκ τού φόβου ότι ήτο πιθανόν η γαλλική κυβέρνησις νά μάς εξέδιδεν είς τήν κυβέρνησιν Βενιζέλου, μετά το διάβημα τούτο τού Έσλιν, συνήντησε καθ' οδόν τόν Δημ. Γούναρην, είς όν ετόλμησε να είπη ότι “ο Έσλιν έπασχεν από παραφοράς εξωφρενισμού!”. “Σιωπή! Ο Έσλιν πάσχει ίσως από παραφοράς, αλλ’ από παραφοράς πατριωτισμού καί τιμιότητος!” απήντησεν ο πρώην πρωθυπουργός.»

Ο Έσλιν, ζήτησε να επιστρέψει από την εξορία, για να παραπεμφθεί σε δίκη στις 11 Ιουνίου 1919, από έκτακτο στρατοδικείο. Καταδικάστηκε σε θάνατο «επι εσχάτη προδοσία» για συμμετοχή στα Νοεμβριανά, παρ' ότι τότε είχε δημόσια αντιταχθεί στα έκτροπα. Η απόφαση ακυρώθηκε στη συνέχεια, αλλά στο μεταξύ ο Κωνσταντίνος Έσλιν ασθένησε στην φυλακή και πέθανε στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Αθήνας στις 18 Ιανουαρίου 1920.

 

 




Σχόλια

  1. Δυο φορές το διάβασα, και θα το ξαναδώ το πρωί. Μάκης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Με τι εκπληκτικό κείμενο μας τον γνωρίζει ο Ίων Δραγούμης!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.

Δημοφιλείς αναρτήσεις