«Έτσι μού ήτανε γραφτό, να μείνω μόνος και όρθιος».

Σχέδιον ομιλίας...

 

 

Ο Ίων Δραγούμης. Αρχείο Ι. Δραγούμη /ΑΣΚΣΑ-

Επεξεργασία της αρχικής φωτογραφίας από τον Γιώργο Τσίγκα

 

Στο αντίστοιχο λήμμα [Δραγούμης Ἴων (Ἰωάννης)], στις σελίδες 520-523, του μνημειώδους «Μεγάλου Βιογραφικού Λεξικού» του Κων/νου Βοβολίνη, το αρχείο του οποίου φυλάσσεται πλέον στην ΑΣΚΣΑ προσβάσιμο και στο κοινό, διαβάζουμε σχετικά με ένα σχέδιο ομιλίας του Ι. Δραγούμη, γραμμένο το καλοκαίρι του 1919 στη Σκόπελο και που δημοσιεύεται παρακάτω:  

Ὀλίγον μετὰ τὴν ὑποβολὴν τοῦ Β΄ ὑπομνήματος, ὁ Ἴων Στ. Δραγούμης συνέταξεν (ἐν Σκοπέλῳ, Αὔγουστος 1919) «σχέδιον λόγου πρός τόν λαόν», ὅπερ ἀνευρέθη, ἡμιτελές, μετά τὸν θάνατόν του καὶ κατεχωρίσθη (29 Μαΐου 1921, τελευταῖον τεῦχος τῆς Γ΄ περιόδου) ἐν τῇ «Πολιτική Επιθεωρήσει». Ακολουθεί το Σχέδιον Ομιλίας:

«Δὲν ἔχει ἄλλο τίποτε νὰ κάμῃ ἕνας ἄνθρωπος καὶ πολίτης, ὅταν ἡ τυραννία δὲν τοῦ ἔχει ἀφήσει τ’ ἄρματά του καὶ ὅταν αἰσθάνεται μολαταῦτα τὴν ἀνάγκη ἢ τὸ χρέος νὰ μείνῃ σταθερός στὶς πεποιθήσεις του, δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο νὰ κάμῃ παρὰ νὰ μείνῃ ὄρθιος στὴ θέση του καὶ νὰ μιλήσῃ στοὺς τριγυρινούς του. Ὅταν ἕνας ναός γκρεμίζεται καὶ γίνεται ἐρείπια, ἡ κολώνα, ποὺ δὲν τὴν πῆρε ὁ σεισμὸς καὶ ὁ σάλος, στέκει ὄρθια στὴ θέση της καὶ μὲ τὴν ὀρθοστασιά της μιλᾶ στὸν κόσμο μοναχή γιά νά τοῦ δείξῃ τὸ σωστό, νὰ τοῦ φανερώσῃ τὴν εἰκόνα τοῦ κτιρίου ὁλόκληρου, ἀχάλαστου, ὅπως ἔπρεπε νὰ εἶναι, νὰ τοῦ πῇ τὸ σκοπὸ καὶ τὸ νόημα τοῦ ναοῦ. Δὲν ἔχω παρά νὰ λαλήσω μὲ εἰλικρίνεια, δηλαδὴ νὰ πῶ ἐκεῖνο πού αἰσθάνομαι. Θὰ εἶναι ἀλήθεια, ἀφοῦ ἔτσι αἰσθάνομαι καὶ δὲν μπορῶ νὰ αἰσθανθῶ ἀλλοιῶς. Ἄν κανένας ἄλλος αἰσθάνεται σὰν καὶ μένα, θὰ φανῇ καὶ θὰ χαρῶ. Ἄν πάλι μείνω μόνος νὰ αἰσθάνωμαι ὅπως αἰσθάνομαι, δὲ θὰ ἀλλάξω γνώμη οὔτε στάση. Ἔτσι μοῦ ἤτανε γραφτό, νὰ μείνω μόνος καὶ ὄρθιος. Ὅποιος θέλει ἂς ἀκούσῃ.

       Ἤμαστε ἕνας λαὸς ἐλεύθερος· ἑνωμένοι καὶ ἀγαπημένοι ἀναμεταξύ μας πηγαίναμε τὸ δρόμο μας βαδίζοντας μετὰ δυὸ νικηφόρους πολέμους κατὰ τὸν προορισμό μας, ὅταν ἄναψε καὶ φούντωσε ὁ Εὐρωπαϊκός Πόλεμος. Ἐσύ, Λαέ, δὲν ἤθελες νὰ τὰ χάσης καὶ δὲν τὰ ἔχασες στὴ γενική ἀναμπουμπούλα. Πρῶτα, πρῶτα εἶχες ἀνάγκη ἀπὸ ἡσυχία καὶ γιατὶ ἤσουν κουρασμένος ἀπὸ τοὺς δύο πολέμους καὶ γιατὶ ἔπρεπε νά χαρῆς, ἕναν καιρό τὴν ἡσυχία, γιά νά βάλης σὲ τάξη τὸ νέο σου σπίτι, ποὺ μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸν ἱδρῶτά σου τὸ εἶχες μεγαλώσει. Καὶ ἀμέσως σύμφωνη καὶ ἡ κυβέρνησή σου ἐδήλωσε ἐπίσημα, πώς θὰ κρατήσῃ οὐδετερότητα, ἀλλὰ οὐδετερότητα εὐνοϊκή γιὰ τὸν ἕνα συνασπισμό τῶν εὐρωπαίων ποὺ πολεμοῦσαν. Μποροῦσε ἡ κυβέρνηση ἂν ἤθελε, νὰ ἐδήλωνε καὶ νὰ κρατοῦσε καὶ ἀπόλυτη οὐδετερότητα μὲ κάποια εὐμένεια μόνο πρὸς τοὺς σέρβους, ποὺ ἦταν ἀπὸ πρωτύτερα σύμμαχοί μας καὶ ἔμπλεξαν στὸν πόλεμον χωρὶς νὰ τὸ καλοκαταλάβουν. Μά ἂς εἶναι, ἐμεῖς δηλώσαμε εὐμένεια καὶ πρὸς τὰ κράτη, ποὺ βρέθηκαν στὸ πλευρὸ τῆς Σερβίας. Εἴχαμε καὶ λόγους συμπάθειας πρὸς τοὺς λαοὺς αὐτοὺς καὶ ἦταν καί λόγοι ἀνάγκης καὶ συμφέροντος, γιατί θαλασσινοί ἐμεῖς δὲν μπορούσαμε οὔτε ἔπρεπε νὰ τὰ βάλουμε μέ τά κράτη πού εἶχαν τήν ὑπεροχὴ στὴ θάλασσα.

        Ἀλλὰ ἡ κυβέρνησή μας, ἐνῷ στὴν ἀρχὴ κρατοῦσε καλὰ καὶ σταθερά τό τιμόνι τῆς οὐδετερότητος, δίνοντας καὶ ὅση βοήθεια μποροῦσε στοὺς σέρβους, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ θέλῃ νὰ βγῇ στὸν πόλεμο, δίχως ὅρους καὶ δίχως συμφέρον ἔξαφνα τὴν ἔπιασε τρομερή πρεμούρα γιὰ νὰ πολεμήσῃ. Ποιά σφίξη τὴν ἀνάγκαζε νὰ μπῇ τόσο βιαστικὰ στὴ γενικὴ ἀναμπουμπούλα; Ὄχι συμφέρον ἑλληνικό, μὰ κάποιο ἄλλο, τὸ συμφέρον τῶν μεγάλων συμπολεμιστῶν τῆς Σερβίας. Αὐτοί μᾶς ἤθελαν δούλους τῶν σχεδίων τους νὰ πολεμήσουμε μαζή τους, ὄχι σὰν κρᾶτος ἀνεξάρτητο, παρά σὰν κοπάδι ἀπό πρόβατα καὶ δὲν ἤθελαν ἀντιλογίες καὶ συζητήσεις, οὔτε ξεχώρισμα καὶ ξεδιάλεγμα δικῶν τους καὶ δικῶν μας συμφερόντων καὶ σκοπῶν, ἐνῷ οἱ ἴδιοι ἔπεφταν ἀπὸ λάθη σὲ λάθη καὶ στὴ διπλωματική διαχείριση τῶν ζητημάτων τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως στὴν ἐπιμονή τους νὰ χαρίσουμε τῆς Βουλγαρίας τὴν Ἀνατολική Μακεδονία, καὶ σὲ μερικές τους πολεμικές ἐπιχειρήσεις ὅπως τοῦ Ἑλλησπόντου. Τί χρωστούσαμε ἐμεῖς νὰ πέσουμε ἔτσι στὰ τυφλά, ἀστόχαστα καὶ ἀμελέτητα μέσα στὰ δικά τους λάθη καὶ στὰ δίχτυα τους;

       Ὁ Βασιλιᾶς εἶδε τὸν κατήφορο ποὺ πήγαινε νὰ πάρῃ ἡ κυβέρνησή μας, φοβήθηκε γιὰ τὸ Ἔθνος καὶ ταὴ σταμάτησε. Μὰ δὲν ἐσταμάτησε καὶ τὶς διαπραγματεύσεις μὲ τὴν ὁμάδα τῶν συμπολεμιστῶν τῆς Σερβίας, ποὺ γιὰ χάρη τους κρατούσαμε εὐμενή οὐδετερότητα. Ἀλλὰ ὁ κυβερνήτης, ποὺ ἔπεσε, ἔνοιωσε νὰ γεννιέται μέσα του τό σαράκι τῆς ἐκδικήσεως ἐναντίον τοῦ Βασιλιᾶ. Ἐνῷ τὸ ζήτημα ἦταν γενικώτατο, αὐτὸς τὸ πῆρε γιὰ προσωπική προσβολή καὶ ἀπὸ τότε βάλθηκε νὰ χορτάση τὸ πάθος του. Καὶ ἔγινε ὁλότελα σκλάβος τῶν ξένων. Τοὺς πρόσφερε τὴν Ἑλλάδα ὁλοκαύτωμα, χειροπόδαρα δεμένη, τοὺς ὑπόσχονταν ὅλα νὰ τοὺς τὰ παραδώση, φτάνει νὰ τὸν ξανάφερναν αὐτὸν κυβερνήτη καὶ νὰ τὸν βαστούσαν στὴν ἐξουσία γιά νά ἐκπληρώσῃ τὸ σκοπό του, ποὺ ἦταν ἡ ἐκδίκηση κατά τοῦ Βασιλιά. Ἐννοεῖται, πώς τό σκοπόν αὐτὸν δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ὁμολογήσῃ καὶ ἀναγκαστικὰ τὸν ἐτύλιγε μέσ’ στὰ πλούσια καὶ πολύχρωμα ντύματα μιᾶς λεγόμενης ἐθνικῆς ἰδεολογίας. Ἡ στάση του αὐτή, ὡς τόσο, ἐμπόδιζε τὴ συνεννόηση τῶν ξένων μὲ τὴν Ἑλλάδα, γιατί ὁ παραιτημένος πρωθυπουργός ὑπόσχονταν περισσότερα ἀπὸ τὸν πρωθυπουργό πού ἦταν στα πράγματα κατάφερε να παραστήσῃ, πὼς αὐτὸς ἦταν μόνος φίλος τους, καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι, μὲ τὸ Βασιλιά μαζί ἐχθροί τους.

        Ὁ λαός, μὴν μπορῶντας στὴν ἀρχὴ νὰ καλοξεδιαλύνῃ τήν κατάσταση, βρισκόμενος μεταξὺ ἑνὸς λατρεμένου καὶ δοξασμένου Βασιλιᾶ καὶ ἑνὸς πολύ δημοτικοῦ τότε κυβερνήτου, θέλοντας καὶ τοὺς δύο μαζί καὶ σύμφωνους καὶ ἀγαπημένους νὰ κυβερνοῦν, καὶ φανταζόμενος ὅτι δὲν μποροῦν παρὰ νὰ εἶναι ἀλήθεια σύμφωνοι στὰ κρυφά καί ὅτι μόνο γιὰ τὰ μάτια τῶν ξένων ἔδειχναν διαφωνία ὥστε νὰ ἐπιτύχουν ἕναν ἐθνικὸ σκοπό, ἔφερε πάλι κυβερνήτη τὸν πρωθυπουργό. Ἀλλὰ δὲν τὸν ἔφερε γιά νά κάμῃ πόλεμο ὅπως ὅπως, τὸν ἔφερε γιὰ νὰ κυβερνήση μαζῆ μὲ τὸ Βασιλιά, γιὰ τὸ καλὸ τοῦ τόπου, ἔστω καὶ μὲ πόλεμο ὅταν θὰ ἦταν ἀνάγκη. Μὰ μόλις ξαναῆλθε στὴν ἐξουσία ὁ κυβερνήτης, πάλι βιαζόταν νὰ πολεμήσῃ, τόσο περισσότερο, ποὺ αὐτὸ ἴσια ἴσια εἶχε υποσχεθῆ στοὺς ξένους καὶ θὰ ἔχανε τὴν εὔνοια καὶ τὴν ὑποστήριξή τους, ἂν δὲν κρατοῦσε τὶς ὑποσχέσεις του. Τὸ σχέδιο του τό βοήθησε καὶ μιὰ εὐκαιρία ποὺ φαίνονταν κατάλληλη: ἡ Βουλγαρία ὅ,τι εἶχε πάει μὲ τὴν Γερμανία, καὶ ἔτσι δὲν τὴν ἐχάϊδευαν πιὰ οἱ συμπολεμισταὶ τῆς Σερβίας.

        Ὁ Βασιλιάς, ὡστόσο, δὲ νόμιζε πὼς ἔπρεπε καὶ τότε νὰ βιαστοῦμε νὰ μποῦμε στὸν πόλεμο, χωρίς νὰ συμφωνήσουμε ὅρους στρατιωτικούς καὶ πολιτικούς, ποὺ νὰ ἐξασφαλίζουν τὰ συμφέροντα τοῦ Ἔθνους· καὶ πάλιν διαφώνησε μὲ τὸν πρωθυπουργό, ποὺ παραιτήθηκε. Μὰ πρὶν παραιτηθῇ, ἔφερε τούς ἀγγλογάλλους στὰ ἑλληνικὰ χώματα, χωρὶς τὴν ἄδεια τῆς Βουλῆς. Ἀπό τότε ἀρχίζει τὸ μαρτύριο τῆς Ἑλλάδος καὶ τὸ σκάψιμο τοῦ λάκκου τοῦ Βασιλιά. Συμβουλάτορας τῶν ξένων, ἐπιτήδειος καὶ συκοφάντης τῶν πολιτικών του ἀντιπάλων καὶ τοῦ Βασιλιᾶ, διαδίδοντας ὅ,τι ἔκοβε ἡ σατανική του φαντασία, ἄρρητα ἀθέμιτα, γιὰ γερμανικούς δακτύλους καὶ προπαγάνδες —ἦταν φυσικὸ ὅ,τι ἔκανε αὐτὸς καὶ οἱ φίλοι του νὰ τὰ ἀποδίδῃ καὶ στοὺς ἀντιπάλους του— ἔβαλε σὲ δρόμο το σχέδιο, πού τοῦ ἐνέπνεε το πάθος του. Καὶ κάθε μέρα ξεπσιπώνονταν καὶ ἀπό λίγο περισσότερο, ὥς ποὺ φανερώθηκε ὁλόγυμνος ποιὸς ἦταν καὶ τί γύρευε.

         Λαέ! Ξέρεις ὅπως τὸ ξέρω καὶ γώ, τό τί τραβήξαμε, σὰν κράτος καὶ σὰν ἔθνος, σὰν πολῖτες καὶ σὰν ἄτομα, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησαν τὸ πόδι τους οἱ ξένοι στὸν τόπο μας. Καὶ δὲ χρειάζεται νὰ σοῦ θυμίσω ἐγώ, γιατί αὐτὰ δὲν ξεχνιοῦνται, τὶς φοβέρες, τὶς βρισιές, τὶς συκοφαντίες, τοὺς ἐξευτελισμούς, πού ἔρριχναν στὰ μοῦτρα μας, τοὺς ἐκβιασμούς, πού ἔκαναν στὸ κράτος μας, τοὺς ἀποκλεισμούς τοῦ ἐμπορίου μας, τὶς καταστροφές δημοσίου καὶ ἰδιωτικού πλούτου, ταὰ βασανιστήρια καὶ τὶς ἐξορίες, τὶς φυλακίσεις, τοὺς τουφεκισμούς ἀτόμων, ταὴν πεῖνα καὶ τὴν κακομοιριά, πού μᾶς ἔφεραν σ’ ὅλους καὶ τὴ διχόνοια τὴν ἐσωτερικὴ ποὺ ὑποδαύλιζαν, ἔχοντας σ’ ὅλα σύμβουλο καὶ ὁδηγὸ καὶ ὄργανο ἕναν Ἕλληνα, ὅπως ἔχει ἀποδειχθῆ τρανώτατα ἀπό τά πράγματα. Καὶ ἤθελαν νὰ μᾶς παρουσιάσουν ὅλα αὐτά τά σημάδια φιλίας, ὅτι τὰ ἔκαναν τάχα ἀπό ἀγάπη γιὰ μᾶς καί γιά τό συμφέρον μας· ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι ἤθελαν νά μᾶς ὑποδουλώσουν, ἀλλὰ μὲ φιλικό τρόπο, καί, ὅταν εἶδαν πὼς δὲν ἔπιανε τὸ δόλωμα μᾶς τσάκισαν, μὰ καὶ ξεσκεπάστηκαν ὁλότελα καὶ αὐτοὶ καὶ ὁ ἄνθρωπός τους. Ἐσύ, Λαέ, τὰ ἐκατάλαβες ἐγκαίρως καὶ ἐγκατέλειψες τόν ἄλλοτε τόσο δημοτικό πολιτικό σου. Ἀλλά ὅσο ἐσὺ τὸν ἄφηνες καὶ περιστοίχιζες στενώτερα τὸ Βασιλιά σου, τόσο αὐτὸς ἐλύσσιαζε καὶ στηρίζονταν περισσότερο στὴ δύναμη καὶ στὴ βία τῶν ξένων, ὥς ποὺ πῆραν τὸ στόλο μας, πολεμικὸ καὶ ἐμπορικό, τὰ ὅπλα μας καὶ τὰ πολεμεφόδια, διέλυσαν τὸ στρατό μας, ἅρπαξαν τόν ἴδιο τὸ Βασιλιά, ποὺ λατρεύουμε, καὶ ἀμέσως ἔπειτα ἐγκαθίδρυσαν πρωθυπουργὸ στὴν Ἑλλάδα μὲ τὶς λόγχες τους καὶ τοὺς στόλους τους, φερμένους ὥς τὴν πρωτεύουσά μας, τὸν ἄνθρωπό τους. Καὶ θέλησ’ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ σὲ πείσῃ ὅτι εἶχαν δικαίωμα οἱ ξένοι νὰ μπαίνουν στὸ σπίτι μας καὶ ν’ ἁλωνίζουν ἐλεύθερα, σὰ νὰ ἤτανε τσιφλίκι τους· θέλησε ἀπὸ ἐλεύθερο λαὸ νὰ σὲ κάμῃ δοῦλο, ραγιά στοὺς ξένους, ραγιὰ στὴν ψυχή, ραγιᾶ καὶ στὸ σῶμα καὶ θέλησε νὰ μᾶς πείσῃ, πὼς ἔπρεπε νὰ τοὺς χρωστοῦμε καὶ χάρη καὶ νὰ τοὺς ποῦμε «σπολλάτη». 

       Καὶ τώρα, Λαέ, ποὺ πέρασαν δυό χρόνια ἀπό τότε, δυό χρόνια πού ἦταν μαῦρα ἀπὸ τυραννία καὶ βασανισμούς, ἔρχεται ὁ πολιτικός αὐτός καὶ τὸ κοπάδι του νά σοῦ ποῦν νά λησμονήσῃς ὅλ’ αὐτὰ ποὺ ἔπαθες ἐξ αἰτίας του, νὰ τὰ λησμονήσῃς καὶ νὰ γιορτάσης μαζή του νίκες, νὰ ψάλης παιάνες, νὰ τὸν προσκυνήσῃς αὐτόν τόν ἴδιο, σὰν νὰ ἦταν τὸ ὀλιγώτερο πάπας ἀλάνθαστος. Γιατί; Διότι στὸ διάστημα αὐτό σ’ ἀνάγκασε, μὲ τὶς ξένες λόγχες πάντα, νὰ βγῆς ὅπως ὅπως στὸν πόλεμο, καὶ ξέρεις ἐσὺ τί πόλεμος ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔκαμες χωρίς τοὺς στρατιωτικούς σου ἀρχηγούς, χωρὶς τὸ Βασιλιά σου, πού εἶναι καὶ ὁ φυσικός σου στρατηγός, χωρὶς συμφωνίες καὶ χωρὶς ἀνταλλάγματα, χωρὶς πανελλήνιον ἐνθουσιασμό καὶ μὲ ἐμφύλιο πόλεμο μέσα στὸ σπίτι σου, μὲ κατατρεγμούς ἀφάνταστους, μὲ τουφεκισμούς, μὲ ἐκτοπισμούς, μὲ πεῖνα, μέ ἐκφαυλισμούς, δωροδοκίες, ἀτιμασμούς, σατραπισμούς καὶ μὲ κατάλυση ὅλων τῶν ἐλευθεριῶν καὶ ὅλων τῶν νόμων, τόσο, ποὺ δὲν εἴμαστε πιὰ ἐλεύθεροι πολίτες. Γιατί ἀκόμη; Διότι μᾶς ἔδωσαν, λέει, τὴ Σμύρνη πρῶτα πρῶτα δὲ δίνουν οἱ ξένοι, ἁπλῶς ἀναγνωρίζουν κάποιο δικαίωμα ποὺ ὑπάρχει· καὶ ἔχουμε δικαίωμα νὰ πάρουμε τὴ Σμύρνη· καὶ ὄχι μόνο τὴ Σμύρνη, παρὰ ὅλη τὴν πατρογονική μας κληρονομιά· ἔπειτα καὶ ὅ,τι ἄλλο νά μᾶς δώσουν ἀκόμη, ὅ,τι ἄλλο καὶ ἂν μᾶς ἀναγνωρίσουν, δὲν ξεχνιοῦνται τὰ μέσα ποὺ μετεχειρίσθη ὁ ἄνθρωπός τους γιά νά μᾶς φέρῃ ἐκεῖ ποὺ εἴμαστε. Οἱ Ἕλληνες πολιτικοί καί ἐμπορευόμενοι πούλησαν τὴν ψυχή τους γιὰ τοὺς ξένους καί γιά συμφέροντα καὶ τώρα προσπαθοῦν νὰ ἐξαγοράσουν τὶς ἁμαρτίες τους μὲ ἐθνικὰ δῶρα. Ὅ,τι νά μᾶς δώσουν δὲ σβήνεται ἡ ἀτιμία τους καὶ ἡ δυστυχία, ὅπου μᾶς ἐβύθισαν. Ὅ,τι καὶ νὰ μᾶς δώσουν δὲν ἐξιλεώνεται ἡ μοχθηρία, ἡ συκοφαντία, τὸ πείσμα καὶ τὸ πάθος τους. 

       Εἶχε τὸ κράτος στρατὸν ὀργανωμένο καὶ αὐτοὶ τὸν διέλυσαν γιά νά μήν μπορῇ νὰ σταθῇ χωρὶς τοὺς ξένους ἀρχηγούς καὶ ἔρριξαν στὸ δρόμο, στὴν ἐξορία, στὶς φυλακές τοὺς καλλίτερους ἀξιωματικούς μας γιὰ νὰ φέρουν ξυλοσχίστες· ἔδιωξαν τοὺς ὑπαλλήλους γιὰ νὰ φέρουν τοὺς δικούς τους, μαζέματα κατάργησαν ὣς καὶ τὸ σύνταγμα μὲ διατάγματα, φιρμάνια, γιὰ νὰ κάμουν τά δικαστήρια ὄργανά τους καὶ νὰ προστάζη τὴ δικαστικὴ ἐξουσίαν ἡ ἐκτελεστική κατὰ τὰ συμφέροντά της. Καταδίωξαν ἀνθρώπους ἀπὸ ἐκδίκηση ἢ γιὰ νὰ κολακέψουν τοὺς ξένους κυρίους των φυλάκισαν, ἔδειραν καὶ τουφέκισαν· ἔφεραν ξένους διοργανωτάς, τάχα να διορθώσουν τὶς δημόσιες ὑπηρεσίες, τοὺς στρατούς, στόλους, σιδηροδρόμους, τηλεγράφους καὶ τὸ ἔκαμαν ἀλήθεια γιὰ νὰ σκλαβώσουν καλλίτερα τὴν Ἑλλάδα στὰ ξένα συμφέροντα ὣς καὶ στὰ σχολεῖα ἔφεραν δασκάλους ξένους, γιὰ νὰ διδάξουν τὴν ἱστορία ὅπως οἱ ξένοι τὴ θέλουν· συμφώνησαν μὲ ξένα κεφάλαια γιὰ δημόσια καὶ ἄλλα ἔργα, ἐνῷ ἔχουμε κεφάλαια ἐμεῖς καὶ ἀρκεῖ νὰ τὰ ὁδηγήσωμε γιὰ νὰ γίνουν τὰ ἔργα αὐτά, μά ἔπρεπε νὰ εὐχαριστήσουμε τοὺς ξένους, νὰ τοὺς μπάσουμε ἀκόμα πιό βαθειά στὸ σπίτι μας γιά νά μήν μποροῦν νὰ ξεκολλήσουν πιά, γιὰ νὰ κολλήσουν σὰ στρείδια, σὰν ἀλογόμυγες, ἐπάνω στὸ κορμί μας νὰ ρουφοῦν τό αἷμά μας καὶ νὰ ἐκμεταλλεύωνται ἔπειτα τὸ κράτος τὸ δικό μας τὰ ξένα κράτη καὶ νὰ διευθύνουν τὴν πολιτική μας, ὅπως τοὺς ἀρέσει, διορίζοντας αὐτοὶ κυβέρνησή μας, βγάζοντας αὐτοὶ καὶ βάζοντας τοὺς βασιλιάδες μας· ἐβούτηξαν, ὁ ἄνθρωπος τῶν ξένων καὶ τὸ κοπάδι του, στα δάνεια, σά νά ἦταν τὸ βιὸς τοῦ πατέρα τους, ἔστειλαν ἄπειρες ἀποστολές στό ἐξωτερικὸ μὲ πλουσιοπάροχα ἔξοδα ὁδοιπορικὰ καὶ ἔξοδα παραστάσεως καὶ ἀποζημιώσεις γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τοὺς φίλους τους, δημιούργησαν θέσεις περιττὲς ἢ μεγάλωσαν τοὺς μισθούς γιὰ νὰ παχύνουν τοὺς ὀπαδούς τους, πλήθυναν τ’ αὐτοκίνητα τοῦ δημοσίου γιὰ νὰ περιφέρωνται οἱ οἰκογένειες ἢ οἱ ἐρωμένες τῶν ὑπαλλήλων, ἀποζημίωσαν τοὺς φίλους καὶ τὶς ἐφημερίδες τοῦ κόμματος, γιὰ τὶς ζημίες ποὺ ἔπαθαν τάχα στὰ Νοεμβριανά, ἐξώρισαν ἀναρίθμητους ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔδιναν σιτηρέσια ἐξορίας, σπατάλησαν τὰ χρήματα τοῦ δημοσίου σ’ ἀνθρώπους καὶ ὄχι σὲ ἔργα· τίποτε δὲ θὰ μείνῃ ἀπ’ αὐτά τά χρήματα, ποὺ δὲν τὰ εἶχαν μά τὰ δανείστηκαν καὶ τὰ μοίρασαν σὰν κόλλυβα σ’ ὅλους τοὺς φίλους· καὶ ὅλο τό βάρος τῶν δανείων θὰ πέσῃ στὸ κεφάλι σου, Λαέ. Ἐσὺ θὰ πληρώσης χωρὶς νὰ ὠφεληθῆς καὶ τίποτε. Γιατὶ καὶ τὶς ἀποζημιώσεις, ποὺ εἶχαν ὁρίσει γιὰ τὶς οἰκογένειες τῶν ἐφέδρων, δὲν τὶς ἔδιναν ταχτικά, μόνο στοὺς φίλους τους ἤξεραν καὶ πλήρωνα ταχτικά καὶ χωρίς ἐλλείψεις· καὶ τὰ δάνεια αὐτά, ποὺ μᾶς ἔδωσαν οἱ ξένοι, τὸ δυσανάλογο μὲ τοὺς πόρους τοῦ κράτους βάρος τοῦ δημοσίου χρέους ποὺ μᾶς ἐφόρτωσαν, εἶναι μέσο γιὰ νὰ μᾶς ὑποδουλώσουν ἀσφαλέστερα· κατηγοροῦσαν τὴ συναλλαγή, τὸ ρουσφέτι, σὰν κακὸ ἄλλης ἐποχῆς, ποὺ τὴν ὠνόμασαν φαυλοκρατία· καὶ αὐτοὶ ἐνομιμοποίησαν τὴ συναλλαγή, ἐγκατέστησαν τὴ νόμιμη φαυλοκρατία. Ἄν οἱ ξένοι μᾶς ἔδωσαν τὴ Σμύρνη καὶ ὅ,τι ἄλλο, τοῦτο σημαίνει πὼς ἡ Σμύρνη καὶ τ’ ἄλλα εἶναι ἑλληνικὰ καὶ δὲν μποροῦν παρὰ νὰ τὰ ἀναγνωρίσουν σὰν ἑλληνικά. Καὶ ἔπειτα ἔχουν καὶ συμφέρον, ἐπειδὴ ξέρουν καλά, πὼς ἐνῷ οἱ ἄλλοι γείτονές μας, οἱ τοῦρκοι καὶ οἱ βούλγαροι, ποὺ ἐχάϊδευαν πάντα, ἐπῆγαν μὲ τοὺς ἀντιπάλους των τοὺς γερμανούς ἐμεῖς, μ’ ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς ἔκαμαν εἴμαστε στὸ πλευρό τους καὶ στὴν εἰρήνη καὶ στὸν πόλεμο καὶ θὰ εἴμαστε καὶ ἀργότερα, ὅσο καὶ νὰ μᾶς συκοφάντησε ὁ Βενιζέλος. 

        Ἀλλὰ, μποροῦσαν νὰ κάμουν καὶ ἀλλοιῶς, ἀφότου ὁ πρόεδρος τῆς Ἀμερικής διαλάλησε στὸν κόσμο, πώς δὲ θὰ γίνῃ εἰρήνη χωρὶς νὰ δοθοῦν στὸν καθένα τά δικαιώματά του; Καὶ δικαίωμά μας εἶναι νὰ πάρουμε τὴ Σμύρνη καὶ τὰ ἄλλα ἑλληνικά χώματα ποὺ εἶναι κληρονομία μας. Ἀναγνώρισαν στὴ Δανιμαρκία τὸ Σλέσβιγκ, στὴ Δανιμαρκία ποὺ ἔμεινε οὐδέτερη στὸν πόλεμο· ἀναγνώρισαν στὴν Πολωνία τὴν ἐλευθερία της, ἀναγνώρισαν στοὺς λαούς τῆς Αὐστρουγγαρίας ποὺ πολέμησαν ἐναντίον τους, τὴν ἀνεξαρτησία· καὶ σὲ μᾶς, ποὺ εἴμαστε πάντα κοντά τους καὶ σὲ εἰρήνη καὶ σὲ πόλεμο, δὲ θὰ ἔδιναν ἕνα κἂν ψίχουλο ἢ κομμάτι ἀπὸ τὴν προγονική μας κληρονομία; Θὰ ἦταν ὁλοφάνερη ἡ ἀδικία τους, ἂν τὸ ἔκαναν. Μὰ κοιτάξτε τον αὐτόν τί κάνει; Ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολέμου καὶ ὅταν τὸ κράτος μας ἔμενε οὐδέτερο δὲν ἐπαύσαμε νὰ δίνουμε τὴ συνδρομή μας στὴ Σερβία καὶ στοὺς συμπολεμιστές της, αὐτός, ἀπό τό πάθος του γιὰ τὸ Βασιλιᾶ καὶ τοὺς πολιτικούς του ἀντιπάλους, δὲν ἀναφέρει καθόλου τὴ βοήθεια αὐτὴ ποὺ δίναμε στοὺς Συμμάχους, ἀλλ’ ἀναφέρει μόνο τὸν καιρό, πού ἦλθε στὰ πράματα στὰ 1917 καὶ ποὺ πολεμήσαμε στὸ πλευρό τους. Γιατί;

         Γιὰ νὰ δείξῃ πώς αὐτός τά ἔκαμε ὅλα καὶ οἱ ἄλλοι τίποτε, πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος φίλος τους καὶ οἱ ἄλλοι ἐχθροί τους. Καὶ τί καταφέρνει μ’ αὐτό; Μονάχα αδυνατίζει γιὰ τὸ πάθος του τά ἐπιχειρήματά μας ἀπέναντι τοῦ Συνεδρίου τῆς Εἰρήνης. Θέλησε νά πείσῃ τὴν Εὐρώπη, ὄχι ὅτι ἀξίζει ἡ ἑλληνικὴ φυλὴ νὰ βρῇ δικαιοσύνη, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς εἶναι στὴν Ἑλλάδα ὁ μόνος ἄξιος γιά νά κάνουν χάρες οἱ ξένοι καὶ ὄχι ὁ λαὸς ὁλόκληρος· καὶ τσακίζεται καὶ τοὺς κάνει γαλιφιὲς γιὰ νὰ δώσουν κάτι γιά νά σταθῇ στὴν ἐξουσία. Προτιμᾷ νὰ ἀδυνατίζῃ τὰ ἐπιχειρήματα, ποὺ ἔχεις το δικαίωμα Λαέ, νὰ ἐπικαλεσθῇς, γιὰ νὰ πάρῃς τὴν κληρονομία σου, παρὰ νὰ ὁμολογήσῃ πώς ὁ τόπος αὐτός, ἀπό τήν ἀρχή τοῦ πολέμου, ἀπὸ τὰ 1914, ὣς στο τέλος του, στα 1918, δὲν ἔκαμε ἄλλο παρὰ νὰ συντρέχῃ τὸν ἀγῶνα ἐκείνων πού ἐνίκησαν στὸ τέλος μὲ τὴν ἀμερικανική βοήθεια καὶ ἔχει ἄρα δικαίωμα νὰ ζητήσῃ καὶ νά λάβη δικαιοσύνη. Παριστάνει στοὺς ξένους, πώς κανεὶς ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸν δὲν ἤθελε τὸν πόλεμο στὸ πλευρό τῶν Συμμάχων καὶ θέλει νὰ παρουσιάσῃ χειρότερα ἀκόμη, πώς ὁ Βασιλιᾶς καὶ ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι θέλαμε νὰ πολεμήσουμε ἐνάντια στοὺς Συμμάχους καὶ γιὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὸ σκοπό του ἐραδιούργησε καὶ κατάτρεξε ὅλους τοὺς πολιτικούς τοῦ τόπου. Μά ἂν τὸ ἤθελαν αὐτό ὁ Βασιλιᾶς καὶ οἱ ἄλλοι πολιτικοί, δὲν μποροῦσαν τάχα νὰ τὸ κάμουν τὸν καιρὸ ποὺ μᾶς καταπατοῦσαν ὅλα τὰ κυριαρχικά δικαιώματα τοῦ κράτους καὶ μᾶς ἐπίεζαν καὶ μᾶς βασάνιζαν οἱ Σύμμαχοι; Πόσες εὐκαιρίες μᾶς ἔδωσαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι γιὰ νὰ τοὺς κηρύξουμε τὸν πόλεμο, ἂν θέλαμε, ὅσες φορές μᾶς ἐπότιζαν ὅλες τὶς πίκρες κι ὅλα τὰ φαρμάκια! Δὲν τὸ κάναμε, γιατί κανεὶς δὲν τὸ ἤθελε καὶ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλους ὁ Βασιλιᾶς.

       Ὅσο γιά τό ἄλλο, ὅτι δηλαδή κανείς, ἐκτὸς ἀπ’ αὐτόν, δὲν ἤθελε νὰ πολεμήσουμε στὸ πλευρό τῶν Συμμάχων, εἶναι ψέμα, γιατὶ καὶ στὰ 1915 διαπραγματεύθηκε ἕνας πρωθυπουργὸς τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν οὐδετερότητα καὶ στὰ 1916 ἄλλος πρωθυπουργός. Καὶ γώ ὁ ἴδιος, πού σᾶς μιλῶ σήμερα, καὶ ἐγὼ ὁ ἁπλὸς βουλευτής, πολλές φορές ὣς στὰ μέσα τοῦ 1917, ποὺ ἐξωρίσθηκα ἀπό τοὺς γάλλους, ἐπέμεινα πὼς ἔπρεπε νὰ βγοῦμε στὸν πόλεμο, ἀφότου μάλιστα ἔπεσε ἡ Ρωσία καὶ μπῆκε ἡ Ἀμερική, ἀλλά ὄχι σαν κοπάδι ἀπό κάτω ἀπὸ τὸ βούρδουλα τοῦ ξένου, ὄχι σάν ἀσαβούρωτο καράβι, μὰ σὰν κράτος ἑνωμένο, ἐλεύθερο καὶ κυρίαρχο, μὲ συμφωνίες στρατιωτικές καὶ πολιτικὲς καὶ μ’ ἀνταλλάγματα (ἕνα ἀπὸ τ’ ἀνταλλάγματα αὐτὰ θὰ ἦταν καὶ ἡ ἀπόδοση τῶν περιφερειῶν τοῦ Μοναστηρίου καὶ τῆς Γευγελής - Δοϊράνης στὴν Ἑλλάδα). Ἦταν φυσικό νά μή θέλουμε νὰ ἐκθέσουμε βιαστικὰ καὶ ἀστόχαστα στους κινδύνους ἑνὸς μεγάλου και μακροῦ πολέμου ἕνα κράτος σαν τὴν Ἑλλάδα, μὲ μικρό σχετικῶς στρατὸ καὶ περιωρισμένα οἰκονομικά μέσα καὶ ἕνα ἔθνος, ποὺ ἔχει τὰ παρακλάδια του μέσα στὴ Βουλγαρία καὶ στὴν Τουρκία, δυό κράτη ποὺ πολεμούσαν κοντὰ στοὺς ἀντιπάλους τῶν Συμμάχων καὶ μποροῦσαν νὰ ἐξοντώσουν τοὺς πληθυσμούς μας. Ἤταν φυσικό καὶ σωστὸ νὰ μποῦμε στὸν πόλεμον αὐτὸν ὄχι ἀπό τήν ἀρχή του, ἀλλὰ κατὰ τὸ τέλος του, μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις καὶ φρέσκοι καὶ προετοιμασμένοι. Μήπως ἔκαμε ἄλλο καὶ ἡ Ρουμανία;

        Ὅταν οἱ ἐφημερίδες τοῦ ἀνθρώπου τῶν ξένων μᾶς καλοῦν νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πλάνη μας καὶ μᾶς τυραννοῦν τά ὄργανά του γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε καὶ νὰ μετανοιώσουμε, ἐγώ αἰσθάνομαι πώς δὲν ἔχω καμμιά πλάνη νὰ ὁμολογήσω, γιατὶ δὲν ἐπλανήθηκα καὶ δὲν ἔχω να δηλώσω μετάνοια γιὰ τίποτε, γιατὶ ἁμαρτωλὸς δὲν εἶμαι. Γιὰ μένα προσωπικῶς ἔχω νὰ πῶ μόνο τὰ ἀκόλουθα γιὰ τὴν ὣς τώρα πολιτική μου, ἀπὸ τότε ποὺ μ’ ἔκαμαν ἀντιπρόσωπό τους οἱ μακεδόνες τοῦ νομοῦ Φλωρίνης. Ὑποστήριξα καὶ στὴ Βουλή καὶ στὸν τύπο, ὅτι ἡ Ἑλλὰς εἶχε συμφέρον σὲ μιὰ στιγμὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολέμου νὰ ἐπεμβῇ στὸ πλευρό τῶν Δυνάμεων τῆς Συνεννοήσεως μὲ ὅρους. Ὅταν οἱ Δυνάμεις αὐτὲς ἔδειξαν πὼς γύρευαν γιὰ νὰ μᾶς βγάλουν ὅπως ὅπως στὸν πόλεμο, νὰ καταργήσουν τὴν κυριαρχία τοῦ κράτους, δὲν μποροῦσα παρὰ νὰ διαμαρτυρηθῶ, ὅπως ἔπρεπε νά κάμῃ κάθε πολίτης καὶ μάλιστα βουλευτής. Αὐτό ἔφτανε γιὰ νὰ μ’ ἐξορίσουν οἱ γάλλοι στὴν Κορσική καὶ νὰ μὲ κρατήσουν κοντὰ δυὸ χρόνια. Καὶ ἔπειτα ὅταν μᾶς παρέδωσαν οἱ γάλλοι στὴν Ἑλλάδα, ὁ Βενιζέλος μ’ ἐξώρισε στὴ Σκόπελο καί μέ κράτησε κεῖ μῆνες.

         Ἀπό τὴν Κορσική ἔστειλα στὴ Συνδιάσκεψη τῆς Εἰρήνης ἕνα ὑπόμνημα γιὰ νὰ τῆς ὑποδείξω τὸν κίνδυνο, ποὺ ἔτρεχε ἡ ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία. Ἀπὸ τὴ Σκόπελο τῆς ἔστειλα δεύτερο ὑπόμνημα, ὅπου ἔθετα τὸ ἑλληνικό ζήτημα ὡς σύνολο. Ἄλλο δὲν μποροῦσα νὰ κάμω, μὴν ἔχοντας τὴν ἐλευθερία μου. Ἄν δέν ἤθελα, ὅπως δὲν τὸ ἤθελες οὔτε σύ, Λαέ, τὸ ἀνακάτωμα τῶν ξένων στὰ ἐσωτερικά μας πράγματα, τὸ ἁλώνισμά τους μέσα στὸ σπίτι μας, ἡ διχόνοια ποὺ ἔσπειραν, τὴν ξενομανία καὶ τὴ δουλοφροσύνη, αὐτὸ δὲν ἦταν οὔτε εἶναι πλάνη. Αὐτό καί τώρα δὲν τὸ θέλω καὶ ὅποιος τό προκάλεσε δὲν πρέπει οὔτε μπορεῖ πολὺν καιρό νά ἰδῇ χαΐρι και προκοπή. Ὅποιος τὸ θέλησε ἐπάνω του νὰ πέσῃ τὸ κρῖμα ὅλο. Ὅποιος προκάλεσε τὸν ἐρχομὸ τῶν ξένων στον τόπο μας, ὅποιος ἀπό τό πάθος του ἐχώρισε τὸ κρᾶτος σὲ δυὸ καὶ ἐδημιούργησε τὸν ἐμφύλιο πόλεμο, ὅποιος στηρίχτηκε στοὺς ξένους γιὰ νὰ σταθῆ στὴν ἐξουσία, ὅποιος μὲ τὶς ξένες λόγχες ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα σατράπης και δικτάτορας, ὅποιος ἔβαλε τοὺς ξένους νὰ βγάζουν καὶ νὰ διορίζουν τοὺς βασιλιᾶδες μας, ὅποιος μὲ τὴ βοήθειά τους ἐπείνασε τὸ λαὸ καὶ ἀναστάτωσε τὸν τόπο, ὅποιος κατάργησε τὸ πολίτευμα καὶ ἐδιάλεξε τὴν τυραννία γιά νά κυβερνήσῃ ἕναν ἐλεύθερο λαὸ ὁποιοιδήποτε καὶ νὰ ἦταν οἱ ἀπώτεροι, ὡμολογημένοι ἢ ἀνομολόγητοι σκοποί του αὐτὸς δὲν ἔχει συγχώριο νὰ πάρῃ ἀπὸ σένα Λαέ. Ὁ σκοπὸς ἁγιάζει κάποτε τὰ μέσα, μὰ ὄχι ὅταν τὰ μέσα ἀναποδογυρίζουν τὸ σκοπὸ τὸν ἴδιο· κανένας σκοπὸς δὲν μπορεῖ νὰ δικαιολογήσῃ τὸ κάλεσμα των ξένων, τὴν παράδοση τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας σ’ αὐτούς, τὸν ἀναστατωμό του τόπου, τὴν τυραννία τοῦ λαοῦ, τὴν ἐμπάθεια, τὰ βασανιστήρια καί τόν ἐμφύλιο πόλεμο.
         Ὁ λαός πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένος πάντα στὸν πόλεμο καὶ στὴν εἰρήνη, γιατί ἔτσι μονάχα εἶναι δυνατός. Ἄν κάποτε ἔχουμε οἰκογενειακές διαφορές, θέλουμε νὰ τὶς ξεδιαλύνουμε μοναχοί μας. Μὲ τὸ νὰ ἔχῃ κάμει ἄνω κάτω τὸ Ἔθνος ὁλόκληρο ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὄχι μόνος του, γιατὶ δὲν εἶχε τὴ δύναμη, ἀλλὰ μὲ τὶς πλάτες τῶν ξένων, εἶναι ἀνάγκη τώρα νὰ συγκληθῇ ἐθνικὴ συνέλευση γιὰ νὰ βάλῃ τὸν κάθε κατεργάρη στον πάγκο του καὶ νὰ πῇ αὐτή, νὰ πῆς ἐσύ, ποὺ μόνος ἔχεις τὸ δικαίωμα να κρίνῃς καὶ ν’ ἀποφασίζης, ἂν θέλῃς νὰ ζήσῃς ἐλεύθερος ἀπό τούς ξένους ἢ δοῦλος τους, ἂν πρέπει καὶ πότε νὰ πολεμᾷς, ἂν θέλῃς τὸν Κωνσταντίνο κοντά σου ἢ στὴν ξενιτειά, ἂν θέλῃς τὴν τυραννία ἢ τὴν ἐλευθερία, ἂν θέλῃς τὴν κυβέρνησή σου καί τό Βασιλιά σου νὰ τοὺς διορίζουν οἱ ξένοι ἢ νὰ τὸν ἐκλέγης σὺ ὁ ἴδιος, ἂν θέλῃς νὰ ὑπάρχῃ καὶ κάποια ἠθικὴ στὴν πολιτικὴ τῶν πολιτικῶν σου ἢ τοὺς θέλεις νά τά θυσιάζουν ὅλα σὲ κεῖνο ποὺ θεωροῦν αὐτοὶ σκόπιμο. Μά τίς ἐκλογὲς γιὰ τὴν ἐθνοσυνέλευση δὲ θὰ τὶς κάμῃ αὐτός, πού ἔδειξε πὼς μόνο σὰν τύραννος μπορεῖ νὰ κυβερνήσῃ, δὲ θὰ τὶς κάμῃ αὐτός, ποὺ τὸν διώρισαν σατράπη οἱ ξένοι, δὲ θὰ τὶς κάμῃ ἕνας πολιτικός, ποὺ δὲ σεβάσθηκε τίποτε ἀλλὰ μιὰ κυβέρνηση προσωρινή, ὅσο γίνεται πιὸ φιλελεύθερη καὶ πιὸ φιλόνομη καὶ πιὸ φιλοδίκαιη. Ἔτσι μονάχα θὰ γίνουν σωστές καὶ τίμιες ἐκλογὲς καὶ θὰ φανερωθῇ ἡ κυρίαρχη θέλησή σου. Ἀλλὰ καὶ ἀλλοιῶς νὰ εἶναι, καὶ νὰ μὴ συνέβηκαν ὅλα αὐτά, ὅπως τὰ βλέπω ἐγώ, πάλι τά πράγματα εἶναι τέτοια, ἀφότου τό ἀνακάτωμα τῶν ξένων στὶς οἰκογενειακές μας διαφορές, ἐγέννησε πάθη φρικτά μεταξὺ ἀδελφῶν, ὥστε νὰ ἐπιβάλλεται, γιὰ νὰ ξεκαθαρισθοῦν, μιά ἐθνική συνέλευση, βγαλμένη ἀπὸ ἐλεύθερες καὶ τίμιες ἐκλογές. Ἔτσι μόνο θὰ φανερωθῇ ἡ κυρίαρχη θέληση τοῦ Λαοῦ.»

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις