«έβλεπα τὸν λύχνο σου νὰ φέγγει μέσα στὴ νύχτα της Ελλάδας, σὰν άστρο»…
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε δυο φορές με ημερομηνία 1η Αυγούστου (το 1926 και το 1940) σε ανάμνηση της 1ης μέρας μετά τη δολοφονία του Ι. Δραγούμη (31 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1920). Την πρώτη φορά, στην έκτη επέτειο, στη εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» το δίνει για δημοσίευση ο ίδιος ο Νίκος Καζαντζάκης ενώ τη δεύτερη (1960, στο περιοδικό «Νέα Εστία») φροντίζει για τη δημοσίευσή του ο Γ. Κατσίμπαλης καθώς ο συγγραφέας έχει αποβιώσει (το 1957).
Το εισαγωγικό και το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου αποτελεί έναν εξαιρετικό νεκρικό διάλογο όπου ο Θωμάς (Ίων Δραγούμης) σαν ίσκιος από την αντίπερα όχθη, στην κορυφή του Καθαρτηρίου, συναντιέται με τον παλιό του φίλο Νίκο Καζαντζάκη και συνομιλούν. Κάποια στιγμή ο συγγραφέας αναθυμάται και καλεί το όνομα του Ιωακείμ (του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ΄, του Μεγαλοπρεπούς). Ο Πατριάρχης Ιωακείμ αναλαμβάνει τη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη το 1878 (σχεδόν ένα μήνα μετά τη γέννηση του Ίωνα Δραγούμη στην Αθήνα) και θα παραμείνει για έξη χρόνια στη θέση του για να απομακρυνθεί μέχρι το 1901 οπότε ξεκινά η Β΄ περίοδος της Πατριαρχείας του. Κατά την περίοδο 1908-1910 θα συνεργαστεί στενά με τον Ίωνα Δραγούμη στην Πόλη για τα ζητήματα των εθνοτήτων, του ελληνισμού και της Οργάνωσης Κωνσταντινουπόλεως. Θα πεθάνει κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων (Νοέμβριος 1912).
Το κείμενο του Καζαντζάκη κλείνει με τρόπο απογοητευτικό. Θα μπορoύσε ίσως να σταθεί και με ξεχωριστό τίτλο μιας και είναι ολότελα ξένο προς των υψωμένο ύμνο που έχει προηγηθεί. Ίσως: «Ίωνος Δραγούμη αναίρεσις» (ή «καθαίρεσις» για ακόμα καλύτερα). Διαπνέεται από το δηλητηριώδες πνεύμα του Διχασμού και στέκεται δεινά απαξιωτικό, όπως και εν πολλοίς κατακριτικό, απέναντί στον παλιό του φίλο και πνευματικό μέντορα Ίωνα Δραγούμη. Ισχυρή μόχλευση το διαπερνά, γίνεται ευτελές και στρεβλώνει αλήθειες με απροσδόκητη ευκολία για έναν συγγραφέα-διανοητή του ύψους του Καζαντζάκη…
Ο επίλογος μοιάζει κινείται από προφανή σκοπιμότητα και ίσως γι' αυτόν ακριβώς το λόγο το επαναφέρει στα 1960 ο Κατσίμπαλης, ένας από τους κύριους εκπροσώπους της περίφημης «γενιάς του ’30» που έκρινε με καίριο τρόπο την παρουσία του Δραγούμη στη επόμενη …εκατονταετηρίδα.
Έχω εντονίσει με κόκκινο στο κείμενο όσα ο Καζαντζάκης καταμαρτυρεί στον «αποδιοπομπαίο τράγο» που ακούει στο όνομα Ίων Δραγούμης.
Η ΕΚΤΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ
ΙΩΝ
ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ
Εἴταν ἡ μεσημεριάτικη ἱερώτατη ὥρα καὶ ξαφνικά ὡς ἐκατέβαινα τό λόφο καὶ περνοῦσα ἀπὸ τὴν Πνύκα, ἕνας ἥσκιος προσπέρασε πλάϊ μου καὶ μὲ ἄγγιξε. Ἔνοιωσα τὴ μυστική παρουσία τοῦ σκοτωμένου φίλου μου, τοῦ Θωμᾶ.
Συχνά, πολιορκώντας ἔτσι μεσημεριάτικα τὴν Ἀκρόπολη, τὸν ἔβλεπα νὰ τριγυρνάει κι’ αὐτὸς καὶ κάποτε σμίγαμε καὶ μιλούσαμε, κάποτε κάναμε πὼς δὲν βλεπόμαστε καὶ καθένας ξακολουθοῦσε τὸ δρόμο του.
Σήμερα
σταμάτησαν οἱ δυό μας ἥσκιοι κ’ ἐγὼ τοῦ μιλοῦσα κ’ ἐκεῖνος ἄκουγε ἀπὸ τὸν ἀντικρινὸν
ὄχθο καὶ δὲ μιλοῦσε. Τοῦ ἔλεγα:
—
Θωμᾶ, τὸ λιγνό κορμί σου πολλές φορὲς ὑψώθηκε στὴν ἐρημιά μου καὶ σ’ ἔνοιωσα
παραστάτη στὸν κρυφό μου ἀγῶνα. Πολλὲς φορὲς βγαίνοντας στὸ σκοτάδι ἀγνάντευα
κατὰ τὴ θάλασσα κ’ ἔκραζα δυνατά τὸ ὄνομά σου. Ἤξερα πὼς καί σύ ἀγρυπνοῦσες καὶ
φώναζες κ’ ἔβλεπα τὸν λύχνο σου νὰ φέγγει μέσα στὴ νύχτα τῆς Ἑλλάδας, σὰν ἄστρο.
Ὅλοι σκύβαν δοῦλοι, ἀναπνέαν τὸν μολεμένο ἀέρα τοῦ κοπαδιοῦ, ζεμένοι στὸ μάγγανο μιᾶς ταπεινόχαρης ζωῆς. Ἐσὺ μονάχα δὲν βολευόσουν εὔκολα, γιατί οἱ συμβιβασμοὶ δὲν ταίριαζαν στὴν ὑψηλή σου φύση κ’ εἶπες μιὰ μέρα, ἀψηφώντας τὸ χαμόγελο τῶν φρόνιμων:
—Ἐγὼ θὰ σώσω τὴν Ελλάδα!
Μὰ ἡ ἀφηρημένη ἔννοια τῆς πατρίδας δὲν χόρταινε τὴν ψυχή σου, τή σαρκοβόρα. Θέλησες σωματικὰ νὰ τὴν ἀγγίξεις τὴν Ἑλλάδα, νὰ πιεῖς ἀπ’ ὅλες τὶς πηγές της, νὰ πατήσεις τὰ βουνά καὶ τὰ χωριά της, νὰ ζυγιάσεις τὶς ρωμέϊκες ψυχὲς στὰ νησιὰ καὶ στὴ Ρούμελη, ψηλὰ στὰ Μπαλκάνια καὶ μέσα βαθιὰ στὴν Ἀνατολή.
Ὅταν ἀγνάντευες
μιὰ κορφή, ἡ ψυχή σου ταράζουνταν κι’ ἀνηφοροῦσες βιαστικὸς γιὰ νὰ χαρεῖς τὸ
λιγνό κορμὶ τῆς Ἑλλάδας νὰ ξεπετιέται ἀπό τά γαλάζα νερά νὰ λιάζεται.
Μέσα στὴν ἀνημποριά καί τὴν ἀθλιότητα πήγαινες
ἀπό χωριό σε χωριό, βιάζοντας τὰ πάντα, γύρα σου νὰ πεθυμοῦν καὶ νὰ δουλεύουν.
Καὶ σὰν τὸν χρυσοπράσινο βάβουλα ποὺ εἶναι ὁλοκίτρινη ἡ κοιλιά του καὶ πάει καὶ
πηδάει τὰ λουλούδια ἀλάκαιρου περβολιοῦ — ὅμοια καὶ σὺ κάθιζες στὶς ἑλληνικὲς
ψυχές, τὶς στεῖρες, καὶ ξυπνοῦσες ἐντός τους μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀγανάκτηση,
μὲ τὸν Ἔρωτα, τὴν κραυγὴ τῆς ρωμέϊκης μοίρας.
«Ἐγὼ θὰ σώσω τὴν Ἑλλάδα», στοχαζόσουν,
θὰ πεῖ: Ἐγὼ θὰ σώσω τὴν ψυχή μου.
Ἔκαιγες γιὰ
τὴν τελειότητα τή δική σου, φλεγόμενος μὲ τὸν ὅλο θυσία κι’ ἀγανάκτηση ἔρωτα τῆς
φυλῆς. Κλειοῦσες τὰ μάτια κ’ ἔνοιωθες σὰν πηγὴ ν’ ἀναβρύζει μέσα σου ἡ φωνὴ τοῦ
Γένους κ’ ἡ ὕπαρξή σου νὰ σμίγει μυστικά μὲ τὴ ρωμέϊκη θάλασσα, μὲ τὰ βουνὰ καὶ
μὲ τοὺς ἀνθρώπους, πεθαμένους ζωντανούς κι’ ἀγέννητους.
Ὅταν ἔλεγες «Ἐγὼ» ἡ Ἑλλάδα ὅλη ἐντός
σου ἔπαιρνε συνείδηση, τὸ χῶμα καὶ τὰ νερά της, τὰ περασμένα καὶ τὰ μελλούμενα
μιλοῦσαν μὲ τὸ στόμα σου. Ὅπου μάντευες μιὰν ἑλληνική καρδιά νά λιγοψυχάει καὶ
νὰ σβύνει, ἔτρεχες, σά νά κινδύνευε ἕνα μέλος τοῦ κορμιοῦ σου, κι’ ἄναβες τὰ αἵματα
καὶ σήκωνες τὰ φρένα κ’ ἔπαιρνες τὰ μικρά παιδιά μέσα στὴν αὐλὴ τοῦ χωριάτικου
σκολειοῦ καὶ τοὺς ἐμάθαινες τὸν «Ὕμνo».
Μοῦ ἄρεσες, Θωμᾶ, κι’ ἀπό τήν ἐρημιά
μου σὲ καμάρωνα νὰ βιγλίζεις στὸν ἀέρα, σὰ γεράκι, καί νά χυμᾶς σιωπηλός κατὰ τὴν
ἑλληνικὴ καρδιά ποὺ ψυχορραγοῦσε στὸ Ἀϊβαλί, στὴν Προῦσα ἢ πάνου στὴν Καστοριά.
Ἰωακείμ,
τὴν ὥρα τούτη τὴ μεσημεριάτικη ποὺ ξαναζῶ τὸν νέο ποὺ τόσο ἀγάπησες, Ἰωακείμ, ἐσένα
συλλογοῦμαι.
Μὲ τὸ ταγάρι στὸν ὦμο, ἀκατάλυτος
ἀπὸ τὸν καιρὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, δεκατρία χρόνια ξορισμένος ἀπό τό θρόνο τῆς Οἰκουμένης,
ἔτρωες τίς ἁϊορείτικες στράτες καὶ κουρταλοῦσες τὶς θύρες ἀπό Μοναστήρι σὲ Μοναστήρι,
σὰν ταπεινός καλόγερος γυρολόγος· μὰ σὺ ὕφαινες στὸν νοῦ σου τὰ χρυσᾶ, τ’ ἀσήκωτα
ἄμφια μὲ τοὺς μαύρους ἀετοὺς κι’ ἀπίθωνες ἀόρατα στὰ πόδια σου πορφυρά
καμπάγια.
Γιατὶ τὴν ἐρημία τὴν καταφρονοῦσες καὶ δὲν ἔνοιωθες τὴν ὑψηλή της γοητεία· στενά εἴσαν τὰ σύνορα τῆς μελέτης, τό χαρτί δὲν ἔβγαζε αἷμα νὰ ξεδιψάσει ἡ ἀετοκαρδιά σου κ’ ἡ ζωὴ δὲν εἶχε ἀξία χωρὶς ἀνθρώπους ν’ ἀφεντεύεις. Δὲν κυνηγοῦσες ἐσύ, μέσα στὴ φαντασία, ἰδέες· εἴσουν κυνηγὸς ἀνθρώπων. Ὁ μόσχος ὁ σιτευτός σοῦ εἴταν πιὸ καλοπρόσδεχτος ἀπὸ τὸν ὕμνο, γιατί πάντα, ὦ Γίγαντα, πεινοῦσες!
Πίστευες
στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἑαυτό σου·
ἔξω ἀπὸ σᾶς τοὺς δυό, τίποτα δὲν ὑπῆρχε. Καὶ τώρα σιωπᾶς κι’ ἀνασαίνεις
μαχόμενος μέσα στὸ πέτρινο κουκούλι τῆς μεταθανάτιας μεταμόρφωσης κι’ ὡς ἀνασαίνεις
τρίζουν καὶ σποῦν τά σύνορα τῆς Ἑλλάδας, γιατὶ εἶσαι σὺ τὸ Γένος μας τὸ ἀνατολίτικο,
τὸ πλούσιο, ταραγμένο καί πολύσπορο, τὸ γιομᾶτο ἀνθρώπους, θεοὺς καὶ τέρατα,
γένος τῆς Ρωμηοσύνης…
Σώπασα φρίσσοντας. Σιγανή,
πεθαμένη, σὰ θρόισμα πεύκου μακρινοῦ, ἦρθε ἀπό τὸν ἄλλον ὄχθο ἡ φωνὴ τοῦ Θωμᾶ:
—Ἔφερες μπροστά μου τὸν ἀδάμαστο
πατέρα. Κ’ ἔνοιωσα πάλι στὴν κορφή τοῦ κεφαλιοῦ μου τὸ βαρύ του χέρι νά μέ βλογάει,
σὰ νὰ μὲ σκάβει.
Εἴταν
βράδυ, εἶχα περάσει βιαστικὸς ἀπὸ τὴν Πόλη νὰ πάρω τὴν εὐκή του. Ἔτρεχα μέσα στὰ
στενορρύμια τοῦ Φαναριοῦ, κοίταζα ἁρπακτικός τὴν Πόλη, δεξά, ζερβά, κ’ ἔλεγα:
—Καρδιά, μωρή καρδιά,
σώπα καὶ δική σου εἶναι!
Τὸ ἄλλο πρωί θἄφευγα γιὰ μακρυνά
βουνά, ν’ ἀνοίξω σκολειό μέσα στοὺς Βουλγάρους – καὶ δὲν ἤξερα ἂν θἄφτανα ζωντανός!
Ὁ Πατριάρχης μὲ κοίταξε ἴσα, σημαδευτά, σὰ νὰ μὲ ζύγιαζε. Ξαφνικά, ἁπλώνοντας τὸ
χέρι του τὸ ἀπίθωσε βαρύ στὸ κεφάλι μου κ’ εἶπε:
—Ἕνας
Ἕλληνας, εἴκοσι πέντε χρονῶν, δάσκαλος στὰ σύνορα, δὲν τόλμησε πέρυσι, στὶς 25
τοῦ Μάρτη, νὰ πάει τά παιδιὰ στὴν Ἐκκλησία. Ἕνας δάσκαλος Βούλγαρος πῆρε τὴν ἴδια
μέρα μιά μπόμπα, τρύποξε στὸ Προξενεῖο μας, μέσα στὸ πλῆθος τοὺς Ἕλληνες ποὺ
φοβισμένοι εἶχαν ἀρχίσει νὰ σιγοτραγουδοῦν τὸν Ὕμνο, σήκωσε τὸ χέρι του καὶ
τίναξε ἀπάνου στὸ τραπέζι τὴν μπόμπα. Τὸν ξέσκισαν κομμάτια, ὅμως παράπονο δὲν
βγῆκε ἀπό τό στόμα του, μά ἔφεγγε ὅλος ἀπὸ τὴν κορφὴ ὡς τὰ νύχια.
Νά,
τέτοιους δασκάλους θέλει τὸ Γένος!»
Σώπασε ἡ σκιά κ’ ἐγὼ ἀποκρίθηκα:
—Κ’ ἔρριχνες καὶ σὺ μπόμπες. Ἔπαιζες τὴ ζωή, Θωμᾶ, σὰν ἐπικίνδυνο, ἡδονικό παιχνίδι, καταφρονώντας τὴν ὕπαρξη τῶν ἀνθρώπων σὰ λεπτομέρεια, ἕνα μονάχα μὲ πεῖσμα καὶ βεβαιότητα σημαδεύοντας τὸ ἀκέραιο χρέος.
Ὅταν περνοῦσες, βιαστικός πάντα, ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, σιχαινόσουν τὴ σίγουρη ζωή, δὲν χωροῦσες στὰ σπίτια, ἔφευγες, μάζευες τοὺς νέους στὰ ἐρημικά ξωκκλήσια ἢ κάτου στὴ θάλασσα καὶ τοὺς μιλοῦσες. Καὶ νά, στὶς νέες φαντασίες σηκώνουνταν ὁλοχιόνιστα τὰ μακεδονίτικα βουνά, τὸ Περιστέρι, ὁ Χολομώντας, τὸ Παγγαῖο, τὸ Μπέλες καὶ κυλοῦσαν μέ τά θολά νερά τους ὁ Ἕβρος κι’ ὁ Βαρδάρης.
Οἱ
νέοι ἄκουγαν τὴν τσεβδῆ, μπερδεμένη σὰν τοῦ Μωϋσῆ, λαλιά σου κ’ ἡ ὀσμὴ τοῦ αἱμάτου
δρίμωνε τὰ φρένα τους καὶ δὲν μποροῦσαν πιὰ ν’ ἀνεχθοῦν τὴ μετριότητα. Ἐρχόσουν
ἀπὸ θρυλικές χώρες ἀπεσταλμένος τοῦ κινδύνου καὶ διάρπαζες τοὺς νέους.
Κάποτε, ἀδέξια καὶ βακχικά, τοὺς
σιγοτραγουδοῦσες, ἀνατολίτικους, ἠπειρώτικους, μακεδονικούς σκοπούς, κι’ ὁ ἄγριος
ρυθμὸς τρικύμιζε τὰ νέα κορμιά, σὰν ἐρωτικὸ τραγούδι μιᾶς μακρινῆς γυναίκας. Καὶ
κάποτε σηκωνόσουν, σέρνατε, ὅλοι μαζὶ καὶ ἕνα χορὸ πολεμικό, ἐρωτικό καὶ
βάρβαρο. Νέο αἷμα θολό, σὰν ἀκαταστάλαχτο δυνατὸ κρασί, ἔρριχνες μέσα στὶς ἑλλαδίτικες
φλέβες κ’ ἡ ζωή, ἡ μαραζάρα, ἔλαμπε ξαφνικά ἀπάνου στὰ στήθη σὰ μαχαίρι.
Θωμᾶ, ἡ Εὐθύνη, ἡ Δέκατη Μοῦσα, ποὺ δὲν καθίζει αὐτή ποτέ στὰ γόνατα τοῦ ἀνθρώπου, τινάχτηκε μέσα σου πάνοπλη κ’ εἶπες:
—Χρέος μου εἶναι νὰ κάνω ὅ,τι κανένας δὲν μὲ ὑποχρεώνει νά κάμω, νά φορτώνομαι ὅλες τὶς ἁμαρτίες καί νά φυτρώνω ὅπου κανένας δὲν μὲ σπέρνει!
Μιὰ μέρα, θυμᾶσαι, μοὔγραφες κινώντας γιὰ ἕνα μακεδονίτικο χωριό: «Εἶμαι ὁ τράγος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ φορτωμένος στὰ διπλά νεφρά του τὰ κρίματα ἀλάκαιρου λαοῦ, τραβάει κατά τήν ἔρημο νὰ σκοτωθεῖ».
Τί ἔγινες ἀπὸ τότε, Θωμᾶ; Χάθηκες. Ἕνας θίασος μικρῶν ἀνθρώπων σὲ τριγύρισε, τὰ πάθη τὰ μικρά πού ἀναδεύουνταν μέσα σου καὶ τὰ κρατοῦσες ἄνεργα κάτου ἀπὸ τὸ αὐστηρὸ βλέμμα τῆς ἀρετῆς σου, λευτερώθηκαν ἀπὸ τὴ γοητεία, σμίξαν μέ τά ὅμοια πάθη ἀνόμοιων ἀνθρώπων καὶ μπῆκες μπροστά, ὦ ἄμοιρε ἀθλητή, ἀρχηγὸς τῶν ταπεινῶν δυνάμεων πού ἀπὸ γεννητώντας πολεμοῦσες.
Ἔπεσες γιατὶ μιὰ στιγμὴ ἔπαψες ν’ ἀγρυπνᾶς. Γιατί οἱ μικροί ποὺ δὲν ἀνέχονται τὸν ἀνώτερό τους, χούμηξαν, ἄλλος μὲ τὴν ἀγάπη του, ἄλλος μέ τήν ἔχθρα νὰ ἰσοπεδώσουν τὴν ψυχή σου. Ἡ μπάλα τοῦ φονιά σκότωσε μονάχα τὸ σῶμα σου, τό λιγνό, σβέλτο κορμί, τὸ ἀγαπημένο σου. Μὰ ἡ μικρολογία εἶχε ἀπὸ καιρό σκοτώσει τὴν ψυχή σου, Θωμᾶ. Δὲν μπόρεσες, ἀναμερίζοντας τὶς ἐφήμερες μάσκες ποὺ φοροῦν ἐχθροὶ καὶ φίλοι, ν’ ἀναγνωρίσεις τὴ συνεισφορὰ τοῦ ἀντιπάλου στὸν κοινὸν ἀγῶνα. Κι’ ἀκόμα πιὸ πολύ: ν’ ἀναγνωρίσεις τὴν ἑνότητά σου μαζί του.
Ἐσὺ παίρνοντας ἀπό τά χέρια του τὴν Εὐθύνη, ἂν εἴσουν ἄγρυπνος, ἂν εὑρισκώσουν ἀκόμα στὴν κορυφή τοῦ ἑαυτοῦ σου, θάλεγες: «Δὲν φτάνουν τὰ χωράφια ποὺ μᾶς δίνεις, δὲν φτάνει ἡ μετατόπιση τῆς κόκκινης γεωγραφικῆς γραμμῆς στὸ χάρτη. Ἀνάγκη ὅλο τοῦτο τὸ γιγαντωμένο κορμὶ τῆς Ἑλλάδας νὰ γιομίσει ψυχή. Ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάμεις· ἐξαντλήθηκες γενναία πολεμώντας. Ἔφτασες στα μισά τοῦ δρόμου· ἐγὼ θὰ πάω πιό πέρα!»
Μὰ μπερδεύτηκες, Θωμᾶ, σὲ σοφιστεῖες καὶ μέθυσες μὲ μικρόχαρους θριάμβους. Ποιός εἶταν πού εἶπε: «Ἡ θάλασσα δὲν δέχεται πιωμένους καπετάνιους· ἅμα βαλθοῦν στὸ πιοτό, αὐτή τοὺς βάζει στὴ θέση ποὺ τοὺς ταιριάζει κι’ ἀπὸ καπετάνιους τοὺς κάνει ναῦτες ἢ τοὺς πνίγει μὲ τὸ καράβι τους. Ἄς εἶταν τόσο αὐστηρή κι’ ἀλύγιστη ἡ Πατρίδα!»
Ἐσὺ εἴσουν, ὁ ἴδιος, πού ἄσκωσες τὴν ὑπερήφανη τούτη κραυγή. Κι’ ὅταν ἔπεφτες στὴ μέση τοῦ δρόμου, κυλισμένος στὸ αἷμα σου, ποιός ξέρει ἂν δὲν ἄστραψαν στὸ νοῦ ποὺ ἔσβυνε τὰ λόγια σου τοῦτα κι’ ἂν δὲν τὰ δέχτηκες ἀπὸ τὴν Πατρίδα, πικρά, καρτερικά χαμογελῶντας, σὰν ἔπαθλο τῆς πιὸ αὐστηρῆς σου ἀρετῆς...
Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
*Πρώτη δημοσίευση: Εφημ. «Ελεύθερος Τύπος», 1 Αυγ. 1926.
Επαναδημοσίευση στην «Νεα Εστία», έτος ΛΔ΄, τόμ. 68ος, τχ. 794, 1 Αυγούστου 1960, στις σελ.978-980, με τη φροντίδα τοῦ Γ. Κ. Κατσίμπαλη.
Τα κείμενά σου αντίδωρο...
ΑπάντησηΔιαγραφή