«Ἡ αίσθηση της τραγικότητας της ζωης» ...«μου φέρνει μουσική!»
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΙΟΥΛΙΟΣ 1920. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΗΝΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ
Ἰων Δραγούμης, Έξόριστος στη Σκόπελο-Αποσπάσματα από το ανέκδοτο ημερολόγιό του, περιοδ. «Μούσα», Χρόνος Β, φύλλο 1 (13) -Αθήνα, Αύγουστος 1921, σ.σ. 8-9 & 16. [Αφιέρωμα στην πρώτη επέτειο της ημέρας του θανάτου του-1921].
ΕΠΜΕΛΕΙΑ-ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ: ΝΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ
Αθέλητα λύπη και απορία προκαλεί στον αναγνώστη το μικρό εισαγωγικό κείμενο του περιοδικού που συνοδεύει, με τον τίτλο «Σημειώματα», τη δημοσίευση αποσπασμάτων από το «ημερολόγιο» της τελευταίας περιόδου της ζωής του Δραγούμη. Κι αυτό γιατί συνειδητοποιεί ο αναγνώστης πως, εδώ κι εκατό χρόνια, το «ημερολόγιο» αυτό, το σπουδαιότερο κατάλοιπο του Δραγουμη, προφανώς με ευθύνη ΚΑΠΟΙΩΝ, παρέμεινε μισοδημοσιευμένο και προβληματικά σχολιασμένο-φροντισμένο:
«Το Ημερολόγιο τοῦ Ἴωνα Δραγούμη». Ἡ «Μοῦσα», ποὺ συγκαταλέγει ἀνάμεσα στοὺς πνευματικούς της ὁδηγητὲς καὶ τὸν ἀξέχαστο Ἴδα, νόμισε πὼς δὲν μποροῦσε καλλίτερα νὰ θυμηθεῖ τὴ σημερινὴ ἐπέτειο τοῦ θανάτου του παρὰ μὲ τὴ δημοσίεψη αὐτῶν τῶν λίγων σελίδων, ποὺ μᾶς φανερώνουνε ὁλόκληρο τὸ Δραγούμη.
Εὐγενικά παραχωρημένες οἱ λίγες αὐτές σελίδες τοῦ Ἴδα, ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο του ἀδερφό κ. Φίλιππο Δραγούμη, μᾶς δίνουνε τὴν εἰκόνα ὁλόκληρης τῆς ψυχῆς του καὶ ἀποτελοῦνε σπάνιο φιλολογικό μνημεῖο. Συνήθως ὅταν γράφει κανένας στὸ χαρτὶ τὶς στιγμιαίες του ἐντυπώσεις δὲν τὶς προορίζει για δημοσίεψη, τὶς ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ συνεπῶς τοὺς παραδίνει ὁλόκληρη τὴ σκέψη του καὶ ὅλη του τὴν ψυχή. Ἀργότερα ἂν ἀποφασίσει νὰ τὶς δημοσιέψῃ τὶς ξαναδιορθώνει, τὶς ρετουσέρνει, ἀφαιρεῖ τὰ πολὺ ἀτομικὰ μέρη καὶ δίνει ἕνα ἔργο τέχνης στὸ κοινό. Αὐτὸ συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ ἡμερολόγια, που δημοσιεύουνται θεληματικὰ ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς τους καὶ ὅσο ἐκεῖνοι ζοῦνε. Κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶναι αὐθεντικό, εἰλικρινὲς ἀτομικό, ἔχουν ἐπιδιορθωθεῖ.
Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὅμως συμβαίνει κάτι ἐξαιρετικό. Ὁ Δραγούμης γράφοντας τὶς λίγες σελίδες αὐτὲς δὲν εἶχε ἴσως ὑπ’ ὄψει του νὰ τὶς δημοσιέψει. Οἱ τραγικές περίστασες τοῦ αἰφνίδιου θανάτου του δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν να τὶς ρετουσάρει, κ’ ἔτσι ἔμειναν οἱ πιστὲς φωτογραφικές παράστασες τῆς ψυχικῆς ζωῆς τοῦ μεγάλου νεοέλληνα.
***
Τὸ ἡμερολόγιό του τὸ ἀρχίζει ἀπελπισμένος μελαγχολικός, εἶναι ὁ δυστυχισμένος, ὁ ἐξωρισμένος ἄνθρωπος, σιγὰ σιγὰ ὁ καλλιτέχνης ξυπνάει ἀρχίζει νὰ ἐνδιαφέρεται στὴ γύρω του ζωή, οἱ ἁγνές χωριάτικες εἰκόνες ζωγραφίζουνται πρόχειρα καὶ μὲ ἀφέλεια στὶς γραμμές του. Παράμερα σ’ αὐτὲς τὶς ζωγραφικές πρόζες λυρισμοὶ καὶ στοχασμοὶ ποὺ μᾶς δίνουν τὴν ψυχική του κατάσταση. Καὶ σ’ ὅλα αὐτὰ καμμιὰ φωνὴ μίσους, γιὰ κείνους, που δίκαια μποροῦσε νὰ θεωρεῖ αἰτίους τῆς ἐξορίας του. Μόνο για μια στιγμή, μέσα σ’ ἕνα ὁλόκληρο μῆνα θίγει τὸ ζήτημα, μὲ πόση ὅμως λεπτή, ψηλὴ καὶ συγκρατημένη γενικότητα! Μερικὲς ἀπὸ τὶς σκέψες του μᾶς ἀποκαλύπτουνε ὁλόκληρη τὴ φύση του, ὅλο του τὸν χαραχτήρα. 14 Μαΐου, 28 Μαΐου, 30 Μαΐου κλπ. Εἶναι ὅλος ὁ αἰσθαντικὸς Δραγούμης, ὁ καλλιτέχνης Δραγούμης, ὁ παρατηρητής, ὁ λυρικός, ὁ στοχαστικός, ὁ εὐγενικός κι’ ἀξέχαστος Δραγούμης.
Ἡ «Μοῦσα» θὰ ἐξακολουθήσει καὶ σὲ κατοπινά φύλλα νὰ δημοσιεύει σελίδες ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τοῦ μεγάλου νεοέλληνα, ποὺ ἡ μνήμη του εἶναι ἀξέχαστη καὶ ποὺ ἡ σημερινή ἐπέτειο ἦλθε μὲ πιότερη ἔντονη πικρία νὰ μᾶς θυμίσῃ.
Άποψη της Σκοπέλου, 1918. Απο το Αρχείο του Ι. Δραγούμη, ΑΣΚΣΑ -Τμημα Αρχειων.
7 Μαΐου 1919.— Πολλὲς φορὲς σ’ αὐτὲς τὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς μου, ποὺ αἰσθάνομαι ὅλη τὴν τραγικοτητα τοῦ μηδενισμοῦ τῶν πάντων, μοὔρχεται νὰ τραγουδήσω ἕνα βαθύ, λυπητερό καὶ πλούσιο τραγούδι ποὺ νὰ λέη ὅλη τὴ θλίψη τῆς ζωῆς, τὸ βάθος της τὸ ἄναρχο καὶ τὸ ἀτέλειωτό της καὶ τὸ ἀδιάφορο γιὰ τ’ ἄτομα.
***
8 Μαΐου.— Κακὰ ὄνειρα, κακὸς ὕπνος ταραγμένος, προαίσθηση θανάτου. Φυσομανοῦσε καὶ ὁ ἄνεμος, βούιζε ἡ θάλασσα, ἀχολογοῦσαν τὰ κύματα. Τὸ τέλος τοῦ κόσμου!
***
13 Μαΐου.—Ἕνα παιδάκι ξυπόλυτο. Μικρούτσικο μ’ ἕνα καλαθάκι μὲ κάτι λουλούδια λιγοστά καθόταν στὸν ἄμμο κ’ ἔπαιζε μὲ τὰ λουλούδια του. Τρία ἄλλα μεγαλύτερα ἀγώρια κι αὐτὰ ξυπόλυτα ἔρχονταν ἀπὸ πέρα. Τὸ ἕνα βαστοῦσε κοφίνι καὶ περνῶντας τὸ ἔβαλε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ καθισμένο κουτσούβελο καὶ τὸ σκέπασε καὶ αὐτὸ καὶ τὸ καλάθι. Μὰ ἀμέσως τὸ ἔβγαλε πάλι καὶ ἔφευγαν τὰ τρία ἀγώρια. Τὸ μικρὸ διώρθωσε τὰ λουλουδάκια του, φώναξε, τσίριζε καί κλαίγοντας σηκώθηκε κ’ ἔφευγε στὴν ἄμμο μὲ τὸ καλάθι του στὸ μπράτσο πολλὴν ὥρα. Ἡ θάλασσα ἡ μεσημεριάτικη ἀχοῦσε σιγαλινά.
Στὸ δοκίμιό μου γιὰ τὸν «Ελληνικός πολιτισμὸς» δὲν ἀνάφερα τὴν Ἑλληνικὴ συνήθεια τῶν χωριῶν νὰ βάζουν γλάστρες μὲ λουλούδια στὰ μπαλκόνια (κάγκελα μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν τὰ μπαλκόνια, μὰ λουλούδια πάντα), οὔτε τὰ ῥοδίτικα καὶ νησιώτικα πιάτα καὶ ἀγγεῖα, οὔτε τὸ ζήτημα τῶν κοινοτήτων. Θὰ ἔχει καὶ ἄλλες ἔλλειψες ἡ μελέτη μου ἐκείνη.
Ἐδῶ τὰ σπίτια ὅλα ἄσπρα, ἀσβεστωμένα, καθάρια καὶ οἱ στέγες ἀπὸ πλάκες, ἀντὶ γιὰ κεραμίδια, μὲ ἀσβεστωμένες τὶς γωνίες τῆς σκεπῆς.
***
Μαΐου 14.— Πλάγιασα, κουρασμένος ἀπὸ τὸ δρόμο, στὸ χῶμα ποὺ μύριζε ρήγανη καὶ ἄλλα χορτάρια καὶ σὲ λίγο σηκώθηκα γερὸς καὶ ἀκούραστος. Ἀρχίζω να πιστεύω πὼς ἡ ἐπαφή μου μὲ τὸ χῶμα μοῦ ξαναδίνει ζωή, μὲ ξανανιώνει.
Πολὺ θαυμαστὸ μοῦ φαίνεται τὸ μυστήριο, ποὺ μεταμορφώνονται οἱ πεταλοῦδες σὲ σκουλήκια καὶ τὰ σκουλήκια σὲ πεταλοῦδες. Πρῶτα σέρνονται στὴ γῆς καὶ ἔπειτα κάνουν φτερὰ καὶ πετοῦν, καὶ αὐτὰ τὰ πετούμενα πάλι γεννοῦν σκουλήκια. Μ’ ἀρέσουν καὶ τ’ ἀμφίβια, ποὺ ζοῦν καὶ στὸ νερὸ ἀπὸ κάτω καὶ στὸν ἀγέρα ἔξω. Μ’ ἀρέσουν καὶ τὰ χελιδονόψαρα ποὺ πετοῦν ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὰ νερὰ καὶ οἱ ἀγριόπαπιες, ποὺ βουτοῦν ὑποβρύχια καὶ πλέουν καὶ πετοῦν καὶ τὰ δελφίνια, ποὺ ξεπετιοῦνται ἀπάνω ἀπὸ τὰ νερά, ἀνίκανα νὰ πετάξουν ἀληθινὰ ἀφοῦ δέν ἔχουν φτερὰ ἂν καὶ θὰ τὸ θέλουν.
Ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ τὰ καταφέρη ὅλα αὐτὰ κάνει ὄνειρα καὶ μηχανήματα.
***
Μαΐου 18.—Εἶδα ἕνα σκυλί πλαγιασμένο, μισοκοιμισμένο, καὶ μπῆκα στὸ πετσί του καὶ φαντάστηκα πὼς ἤμουν ἐγὼ τὸ σκυλί, ἕνα ζωντανό μισοσυνειδητό πρᾶμα.
Ὅτι καὶ νὰ γίνῃ, ὅποιες δυστυχίες κι’ ἂν μοῦ τύχουν, ὅποιες ἀνησυχίες—καὶ ὅλες τὶς περιμένω, γιὰ ὅλα εἶμαι ἕτοιμος—ἐγὼ τὸ σκοπό μου. Ἔχω νὰ γράψω αὐτὸ ποὺ φαντάστηκα, ἕνα μυθιστόρημα, ποὺ νὰ περιέχη ὅλη τὴν τραγικότητα, ὅλη τὴ ματαιότητα, ὅλο τὸ μηδενισμὸ τῆς ζωῆς. Ἀφοῦ τὸ γράψω κι’ αὐτὸ ἂς πεθάνω.
Ἤμουν πλαγιασμένος τὸ πρωΐ στὸ κρεββάτι στενοχωρημένος, βασανισμένος ἀπ’ ὅλες τὶς κακές, τὶς δυσάρεστες, τὶς θλιβερές σκέψες. Θανατερή κατάσταση τῆς ψυχῆς. Καὶ ἔξαφνα θυμήθηκα ἄλλα καὶ χώθηκα στὶς θύμησές μου καὶ ξέχασα τὴν κατάστασή μου τὴν τωρινή. Ἔπειτα διὰ μιᾶς στοχάστηκα πὼς ἤμουν λίγο πρωτήτερα, σὲ τί ἀπελπισμένη διάθεση, καὶ γέλασα ποὺ ἔφτασαν οἱ παλιὲς θύμησες γιὰ νὰ μὲ παρηγορήσουν, ἀπὸ τὴν ἀπελπισμένη διάθεση. Ἕνα τίποτε μὲ βγάζει ἀπὸ τὸ παρὸν τὸ ἀνυπόφορο καὶ ἔτσι τὸ κάνει ὑποφερτό. Τὰ περασμένα καὶ τὰ μελλόμενα, ἡ μνήμη καὶ ἡ φαντασία, ἡ θύμηση καὶ ἡ ἐλπίδα κάνουν ὑποφερτό τό βάρος τῶν τωρινῶν. Τὸν περισσότερο καιρὸ ζῶ σ’ ἄλλην ἐποχὴ ἀπὸ τὴ σημερινή (περασμένη ἢ ἐρχόμενη) καὶ ἀλλοῦ ἀπὸ κεῖ ποὺ εἶμαι τώρα. Καὶ ἔτσι ὑποφέρω τὸ ἐδῶ καὶ τὸ σήμερα.
Ἡ Μ... ἡ ψυχοκόρη τοῦ σπιτονοικοκύρη μας εἶναι ἀρραβωνιασμένη στὴν Ἁλόννησο καὶ ὅταν βλέπει καΐκια νὰ μπαίνουν στὸ λιμάνι κυττάζει μήπως εἶναι ἁλοννησιώτικα. Περιμένει κανένα χαμπέρι ἀπὸ τὸν ἀρραβωνιαστικό της. Κάθεται τώρα σκεπτικὴ στὸ πεζούλι τῆς ταράτσας κυττάζοντας κατὰ τὴν ἀνοιχτὴ θάλασσα, ὅπου φαίνεται μακρυὰ ἕνα ἄσπρο πανάκι. Ὥρα δειλινοῦ. Τέλειωσε ἡ δουλειά της, εἶναι καὶ σαβατόβραδο.
Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους καὶ περισσότερο καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τους μ’ ἐνδιαφέρουν οἱ κινήσεις τους, κι ἀπ’ αὐτὲς τοὺς κρίνω, μάλιστα ὅταν τοὺς βλέπω καὶ δὲ μὲ βλέπουν.
Ὁ Κουϊντιλιανὸς λέει πὼς πρέπει νὰ δίνῃ κανεὶς στὰ βυζανιάρικα παιδιά, παραμάνες, ποὺ μιλοῦν καθαρὴ γλώσσα. Καὶ γὼ σκέφθηκα πὼς πρέπει στὰ παιδιά μας νὰ ἔρχομε παραμάνες καὶ νταντάδες Ἑλληνίδες, καὶ ὄχι ξένες καὶ ποὺ νὰ μιλοῦν καθαρὴ δημοτική γλώσσα.
Μαΐου 21.—Εὐγνωμονῶ τὸ Βενιζέλο γιατί μοῦ ἔδωκε νὰ νοιώσω καὶ γὼ αὐτό, ποὺ είχα διαβάσει κι’ ἀκούσει γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους ἢ λαοὺς καὶ ποὺ δὲν εἶχα αἰσθανθῆ ὁ ἲδιος, τὴν τυραννία, τὴν ἐξορία, τὸν κατατρεγμό, τὴν αἰχμαλωσία, τὴ στέρηση τῆς ἐλευθερίας, τὴν καταναγκαστικὴ ἀδράνεια.
***
Μαΐου 27.—Ἡ αἴσθηση τῆς τραγικότητας τῆς ζωῆς δὲ μοῦ φέρνει γέλιο σαρδόνιο οὔτε ἄλλο, ἀλλὰ μοῦ φέρνει μουσική. Ἀναβρύζει ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῶν σωθικῶν μου μὲ πλούσια, πολυσήμαντη, περίπλοκη καὶ καθάρια στὴν ἔκφραση μουσική ποὺ μὲ γεμίζει καὶ χύνεται στὸν κόσμο.
Μαΐου 29.— Σχηματίζεται ἕνα πλεμάτι (σὰν ἀραχνιά) ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι γύρω σου καὶ εἴτε τοὺς ἀγαπᾶς εἴτε ἔχουν ἐπίδραση ἐπάνω σου, εἴτε σὺ τοὺς ἐμπνέεις καὶ ἔτσι δένεσαι καὶ παραμορφώνεσαι, μπλέκεσαι μέσα καὶ γίνεσαι ἀλλοιώτικος, μὲ τοὺς τριγυρινούς σου ἕνα κουβάρι.
Στὸν ἅγιο Ρηγίνο στὸ λόφο μιὰ γριὰ ἔρημη, κουτσοδόντα, χωρὶς ψωμί, φυλάει τὴν ἐκκλησία καὶ τὸν τάφο. Σάπισε τὸ μπαλκόνι (χαγιάτι) κ’ ἔπεσε καὶ δὲ σκοτώθηκε. Παρακαλεῖ τὸ Χριστὸ νὰ τὴν πάρη καὶ δὲν τὴν παίρνει. Εἶναι κοινοτικὴ ἡ ἐκκλησία καὶ οἱ ἐπίτροποι τὴν ἔβαλαν ἐκεῖ μέσα γιατὶ δὲν εἶχε σπίτι στὴ χώρα γιὰ νὰ ζήσῃ τὰ τρία παιδιά της, ψαράδες, πνίγηκαν στὴ θάλασσα, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, χρόνια τώρα. Ἕνας καλόγερος τοῦ Ἁγίου Ὅρους (στὸ μετόχι τῆς Ἁγίας Λαύρας) πλάϊ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου ζῆ κι αὐτός, ὀγδοντάρης, Μυτιληνιός, Νεκτάριος, τῆς δίνει λίγο ψωμὶ πότε πότε. Κάνει ὁ Νεκτάριος κρασὶ καὶ λάδι καὶ 75 οκάδες σιτάρι τὸ χρόνο καὶ κάτι κηπουρικά. Νοικιάζει ἄνθρωπο καὶ καλλιεργεῖ. Γιὰ τὴ γριὰ μᾶς εἶπε ὅτι εἶναι ἕξη μῆνες ποὺ ἔγινε μιὰ ενέργεια γιὰ νὰ τῆς δώσουν οἱ ἐπίτροποι δέκα δραχμὲς καὶ δὲν τῆς δίνουν τίποτα. «Κλειδόνω τις πόρτες· θὰ πεθάνω καμιὰ νύχτα καὶ κανεὶς δὲ θὰ τὸ ξέρει. Ἐδῶ θὰ βρωμήσω».
***
Μαΐου 30.— Ἡ μεγάλη πολυτέλεια μόνη ταιριάζει στὴ διάθεσή μου, τὰ ὡραιότερα, τὰ λεπτότερα, τὰ πολυτελέστερα σκεύη. Ἢ τότε τίποτε. Εἶμαι τῶν ἄκρων ἄνθρωπος. Ἢ βασιλιᾶς ἢ τίποτε. Ἂν δὲ μπορῶ να ’χω τὰ καλύτερα πράματα ἂς ἔχω τὰ ἁπλότερα, μόνο νὰ εἶναι καθαρά. Αὐτὴ τὴν πολυτέλεια τουλάχιστο τὴ θέλω, τὴν καθαριότητα. Μπορεῖ νὰ μὴν ἀξίζω νὰ εἶμαι ἄρχοντας, βασιλιᾶς, δεσπότης τοῦ κόσμου. Μὰ ἡ διάθεσή μου εἶναι βασιλική.
Ἀπὸ μικρὸς ἔτσι σκεπτόμουν ἔτσι αἰσθανόμουν γι’ αὐτὸ καὶ ἡ κάμαρά μου ἦταν τόσο ἁπλὴ τόσο ἀστόλιστη. Οὔτε μιὰ ζωγραφιὰ δὲν εἶχε, γιατὶ ἂν εἶχε ἔπρεπε νὰ εἶναι τοῦ Λεονάρδου ἢ τοῦ Ρέμπραντ. Ἕνα λουλούδι μπορῶ να ’χω στην κάμαρά μου σ’ ἕνα ποτήρι μέσα. Εἶναι πολύτιμο καὶ πεθαίνει.
Ἡ Μαριγώ ἡ γειτονοπούλα μου, ξυπόλητη μὲ λιοκαμμένα πόδια, κοντό τσίτινο φουστάνι καὶ τσεμπέρι στὸ κεφάλι, ἔξυπνα μεγάλα μάτια, πλατσουκωτή μύτη. Τρελλοκόριτσο. Τρέχει ἐδῶ, τρέχει ἐκεῖ. Χτές μάζευε χαμομύλια. Προχτές ἤτανε στη βρύση μ’ ἄλλα παιδιά. Στὶς ἐννέα τὸ βράδυ τὴ φώναζε ἡ μάνα της «Μαριγώ, ἔ Μαριγώ, Μαριγὼ ρέ». Ποιός ξέρει ποῦ ἔτρεχε; Πηδᾶ τὰ σκαλιὰ καὶ τὰ ξαναπηδᾶ, ὥρα πολλή. Ἔπαιζε μ’ ἄλλο ἕνα κορίτσι, τὴν Ἀλεξάντρα, καὶ τὶς κυνηγοῦσε ὁ μικρὸς ὁ Σπῦρος. Τὴ ρώτησα «Πῶς λέγεσαι ;». Ἀποκρίθηκε «Δὲν ξέρω». Θὰ εἶναι 12 χρονῶν. Τ’ ἄλλα κορίτσια φοροῦν Μάρτη ἀποκάτου ἀπὸ τὸ γόνα· ἡ Μαριγώ δὲ φορεῖ. Μὰ δὲν εἶναι τὰ πόδια της περισσότερο λιοκαμένα ἀπὸ τῶν ἀλλονῶν. Κατέβαινε τὸ δρόμο τρώγοντας ἕνα κομμάτι ψωμὶ μὲ ὄρεξη. Ὅπου ἀνθρωπομάζωμα νάσου καὶ ἡ Μαριγώ σὲ μιὰν ἄκρη, ποὺ κυτάζει. Θέλει νὰ ἰδῆ καὶ αὐτή. Χτές μνημόσυνο στὴ Φανερωμένη γιὰ τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Παλαιολόγο καὶ ἡ Μαριγὼ μὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες καὶ τὰ κορίτσια στὴ μέση, κοντὰ σ’ ἕνα τοιχάκι. Ἔβλεπαν τὰ σχολεῖα ποὺ βάδιζαν καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πήγαιναν στὴν ἐκκλησία. Σήμερα κατέβηκε μὲ τὸν ἄλλο κόσμο στὸ λιμάνι γιατί συνέβαινε τὸ περιστατικὸ να ’ρθη βαπόρι.
***
Μαΐου 31.— Ξημερώματα, πριν βγῆ ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας ἔχει ἀραιοὺς καλοκαιρινούς ἀτμοὺς ποὺ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας τοὺς χρωματίζει πολύχρωμα, ἕνα καΐκι μπαίνει στὸ λιμάνι σιγά σιγά, γιατὶ δὲν ἔχει ἄνεμο· ἕνας πετεινὸς λαλεῖ, ἕνας σκύλος γαυγίζει, πουλάκια πολυλογοῦν. Τώρα ἡ θάλασσα κουνιέται σὰν ὕφασμα καὶ ἀχεῖ ἀνάλαφρα στὴν ἁμμουδιά. Περνᾶ ἕνας ἄντρας μ’ ἕνα παιδί, πάει στὴ δουλειὰ καὶ ἡ φωνὴ τοῦ παιδιοῦ ποὺ μιλάει εἶναι διάφανη.
+ ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ
Ευχαριστώ τον Βενιζέλο,,,, Τι να πεις ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΣχολείο ο Βενιζέλος. Αναμορφωτήριο...
ΑπάντησηΔιαγραφή[...] τὴν Ἑλληνικὴ συνήθεια τῶν χωριῶν νὰ βάζουν γλάστρες μὲ λουλούδια στὰ μπαλκόνια (κάγκελα μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν τὰ μπαλκόνια, μὰ λουλούδια πάντα), Μάκης
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιάβαζα αυτές τις μέρες, και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, την κριτική που ασκούσε στον Καζαντζάκη ο σύντεκνός του (και γυναικάδελφός του) μουσικός και ποιητής Λευτέρης Αλεξίου για το μνημόσυνο που έκανε δια του τύπου στον Δραγούμη στα έξη χρόνια από το θάνατό του, στα 1926. Γράφει για τον έρμο τον Ίωνα:
Διαγραφή'" ...ὅσο ὀλέθριο στάθηκε στὸν πεθαμένο πὼς δὲν ἐξέχασε ποτὲ τὴ μεγαλουσιάνικη ἀνατροφή του, ἄλλο τόσο ὀλέθριο γίνεται ὁλοένα στὸ ζωντανό τ’ ὅτι πλέρια ξαστόχησε τὴ λαϊκή του καταγωγή, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θυμᾶται μὲ περισσότερη θέρμη, ἀντὶ νὰ δένῃ μεγαλοαστικές πάντα φιλίες, ποὺ τοῦ χάλασαν ὁλότελα τὸ αἰσθητήριο τῆς ἐπαφῆς μὲ τὸ ἔθνος του καὶ μὲ τὴν ἀνθρωπότητα".
Θεός φυλάξοι!