«ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΕΓΩ» ΤΟΥ Ι. ΔΡΑΓΟΥΜΗ

 

          RENÉ MAGRITTE, LA REPRODUCTION INTERDITE, 1937

 

 

 Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ

ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΕΓΩ*

  του Κλέωνος Παράσχου

  

*Παράσχος Κλέων, «Ἡ ζωὴ τοῦ Ἴωνος Δραγούμη – Τὸ Διπλὸ Ἐγώ», Ἑλληνικὰ φύλλα, τχ. 5, Ἰούλιος 1935, σελ. 129-133.

 

ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ, νὰ γνωρίσουμε, νὰ ὀργανώσουμε, νὰ χρησιμοποιήσουμε ὅσο γίνεται καλλίτερα τὶς δυνάμεις ποὺ βρίσκονται μέσα μας, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ πρώτη ἀρχὴ κάθε ἐγωτιστῆ, ἤ, λιγότερο αὐστηρά, ὅπως θάλεγε ἕνας ἐπικούρειος, δὲν εἶναι ἡ πρώτη ἀρχὴ κάθε καλῶς ἐννοούμενης ars vivendi; Μέσα του ὁ Δραγούμης εὕρισκε δυὸ κυρίαρχες δυνάμεις, δυὸ τάσεις ὅμοια ἰσχυρές, ὅμοια βαθύριζες, μὰ καὶ βασικὰ ἀντίμαχες, καὶ ποὺ θὰ στέκωνται πάντα σὲ στάση ἐχθρική, ἡ μιὰ ἀντίκρυ στὴν ἄλλη: τὴν τάση πρὸς τὴ θεωρία καὶ τὴν τάση πρὸς τὴ δράση. Τὶς δυὸ αὐτὲς δυνάμεις προσπαθεῖ νὰ τὶς ἁρμονίση. Τοῦ κάκου ὅμως. Ὁ διχασμός μένει ὁλοφάνερος, διχασμὸς ποὺ στὸ Δραγούμη δὲν ἀναδίνει τόνο τραγικό, ἀλλὰ ποὺ εἶναι, ὡστόσο, τραγικός, ἂν τὸν δῆ κανεὶς ὣς στὸ βάθος. «Συχνὰ ἀποροῦσε τί τάχα θὰ τὸν φάη, ἡ σκέψη ἢ ἡ ἐνέργεια; Τώρα βρίσκεται ἀνάμεσα στὶς δυὸ καὶ τὸν τραβάει πότε ἡ μιὰ πότε ἡ ἄλλη, καὶ οὔτε πρέπει νὰ φαντάζεται πὼς μπορεῖ ποτὲ νὰ ἔλθη μιὰ μέρα, ποὺ θὰ γλυτώση τὸ πάλαιμα αὐτὸ τῆς στοχαστικῆς καὶ τῆς ἐνεργητικῆς του διάθεσης».

Διψᾶ γιὰ γνώση ὁ Δραγούμης, θεωρητική, γνώση ἄδολη, ἔχει τὸ πάθος νὰ ἀναλύη τὸ κάθε τί, καί πρὸ πάντων τὸν ἑαυτό του, κάθε τὶ ποὺ περνᾶ ἀπὸ τὴ σκέψη, ἀπὸ τὴν αἴσθηση, ἀπὸ τὴν ψυχή του, κι’ ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριά, μὲ ὄχι πιὸ λίγη δίψα –τὸ ἀντίθετο ἴσια ἴσια– ποθεῖ νὰ κυριαρχήση, ν’ ἁπλώση ὅσο μπορεῖ περισσότερο τὸ ἐγώ του στοὺς ἄλλους. Τὸ ἅπλωμα τοῦτο δὲ γίνεται μὲ τὴ θεωρία, ὅσο καὶ μὲ τὴ δράση, δὲ γίνεται μὲ τὴ φιλοσοφία, μὲ τὴν ποίηση, μὲ τὴν τέχνη, ὅσο καὶ μὲ τὴν πολιτική, μὲ τὴ στρατηγική, μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ τραπεζίτη ἢ τοῦ ἐμπόρου, καὶ ἀπείρως περισσότερο, μάλιστα; Καὶ θὰ μποροῦσε ποτὲ ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος νὰ προτιμούσε νὰ εἶναι ἕνας Σφόρτζα, ἕνας Σίξτος ἢ ἕνας Μέδικος, καὶ ὄχι ὅ,τι ἦταν, καὶ νὰ μὴ χόρταινε, πέρα ὣς πέρα, μ’ αὐτό;

Μὰ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀντικειμενικὰ στὸν κάθε ἄνθρωπο, θέλει ὁ Δραγούμης νὰ συνταιριάζωνται ἁρμονικὰ σκέψη καὶ δράση. Ὁ πλήρης καὶ ὁ ἰσόρροπος, νά ὁ τέλειος ἄνθρωπος, καὶ τέτοιος δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι οὔτε ἐκεῖνος ποὺ μόνον δρᾶ, οὔτε ἐκεῖνος ποὺ μόνο στοχάζεται. Ὁ ἰδανικὸς τύπος του «αἰσθάνεται ὅσο γίνεται περισσότερο καὶ ἀναλύει ὅσο γίνεται περισσότερο», ἀλλά, αἰσθάνεται, πρὸ πάντων, ἐνεργώντας.

Τέτοιος τύπος ἀνθρώπου ὑπῆρξε ποτὲ εἴτε ὡς ἄτομο, εἴτε ὡς τύπος κάπως γενικός (ποτὲ συχνός), τύπος ποὺ δὲν ἐπικρατεῖ μὰ ποὺ ὁπωσδήποτε μπορεῖ νὰ συναντηθῆ σὲ κάποια ἐποχή; Γιὰ τὰ ἄτομα ξέρουμε ὅτι ποτέ, οὐδέποτε, οἱ καθαροὶ θεωρητικοί –φιλόσοφοι, ποιητές, καλλιτέχνες– ἦσαν καλοὶ καὶ στὴ δράση, ὅπως καὶ ὅτι ποτὲ οἱ ἄνθρωποι τῆς δράσης δὲν ἦσαν καὶ καλοὶ θεωρητικοί. Τί μέτριος,μετριώτατος– πολιτικὸς ὁ Μπαρρές, καὶ τί μέτριος ἱστορικὸς ὁ Θιέρσος, μ’ ὅλο ποὺ ὁ δεύτερος δὲν «ἔκανε» συγχρόνως πολιτικὴ καὶ ἱστορία, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν ἱστορία τὴ θυμόταν, κάθε φορὰ ποὺ ἔμενε ἔξω ἀπὸ τὴν πολιτική.

Ὁ Μπωντλαὶρ ὅμως, ἕνας καλλιτέχνης ὁλόσωμα καὶ ὁλόψυχα δοσμένος στην τέχνη του, ἂν τολμοῦσες νὰ τοῦ πῆς νὰ «ριχτῆ στὴ δράση, νὰ κάνη λ.χ. πολιτική, θὰ σὲ κύτταζε ξαφνισμένος, καὶ ὕστερα, συνοδεύοντας τὰ λόγια του μ’ ἕναν ἀδιόρατο σαρκασμό, θὰ σοῦ ἀπαντοῦσε ξερὰ καὶ κοφτά, μὲ τόνο ἐπίσημο, γεμάτο ἀξιοπρέπεια: «Je suis citoyen de la République des Lettres»[1]. Καὶ ὁ Michelet, ἢ ὁ Ταίν, ἢ ὁ Ρενὰν θ’ ἀπαντοῦσαν, ξέροντας ὅτι καὶ γιὰ τὸν κύριο καὶ μόνο σκοπό τῆς ζωῆς τους, τὴν ἱστορία, δὲν ἔφτανε ἡ ζωή: «Il faudrait une vie pour savoir, une vie pour bien agir, hélas[2]

 Ἀλλ’ ἰσορρόπησαν, μήπως, οἱ Ἕλληνες σκέψη καὶ δράση ἢ μήπως τὸ θαῦμα τοῦτο ἔγινε σ’ ἄλλη ἐποχή, ἀπ’ ἐκεῖνες ποὺ παρουσιάζουν τοὺς πληρέστερους ἀνθρώπινους τύπους, ὅπως, αἴφνης, στὴν Ἀναγέννηση; Τὴν ἰσορροπία αὐτὴ τὴν πέτυχαν κὰν μερικοὶ Ἕλληνες ἢ μερικοὶ ἄνθρωποι στὸν 14ο, στὸν 15ο, ἤ στὸν 16ο αἰώνα: Γιὰ κάποιους ἀρχαίους φιλόσοφους –τὸν Πυθαγόρα λ.χ.– ἀναφέρει ἡ παράδοση ὅτι θέλησαν νὰ γίνουν καὶ ἄνθρωποι τῆς δράσης, νὰ ἰδοῦν σωματωμένα τὰ ἰνδάλματα τοῦ στοχασμοῦ των στὴν πρακτικὴ ζωή. Συμπαθητικὰ ὄνειρα θεωρητικῶν ποὺ ποτὲ δὲ θὰ ἔχουν μιὰν ἁδρὴ αἴσθηση τῆς πρακτικῆς ζωῆς καὶ θὰ χάνουν πάντα ἐκεῖ μέσα τὰ νερά τους! Νὰ φανταστοῦμε ἀνθρώπους τῆς δράσης –πολιτικούς– τὸν Πίνδαρο, τὸν Πλάτωνα, τὸν Αἰσχύλο; Ἤ, τὸ ἀντίθετο, νὰ φανταστοῦμε δρομεῖς καὶ δισκοβόλους, στοχαστικούς; Μὰ καὶ οἱ νεώτεροι; Τί φιάσκο ὅσοι ἐπιχείρησαν νὰ καταλύσουν τὴν ἀντινομία, νὰ συνταιριάσουν θεωρία καὶ δράση, φιάσκο στὴ δράση –ὁ Σατωβριάνδος, ὁ Λαμαρτίνος, ὁ Μπαρρές– καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ πρακτικοί, τί φιάσκο στὴ θεωρία!

Δὲ μποροῦμε νὰ ξέρουμε μὲ ἀπόλυτη σιγουριὰ τὸ βαθύτερο ἐγὼ τοῦ Δραγούμη κατὰ ποῦκλινε πιὸ πολύ, κατὰ τὴ θεωρία ἢ κατὰ τὴ δράση. Ἕνα μόνο ξέρουμε θετικά: ὅτι ἡ μανία τῆς ἀναλύσεως, «le délire de lexamen»[3], καθὼς τὴ λέγει ὁ Moréas, ἦταν γι’ αὐτὸν σωστὸ πάθος. Τὸ βλέπουμε καὶ σ’ ὅλο τὸ ἔργο του, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀδιάκοπη αὐτοανάλυση, μᾶς τὸ ἐξομολογεῖται καὶ ὁ ἴδιος: «Ἀπό μικρὸς τίποτε ἄλλο δὲν κάνω παρὰ ν’ ἀναλύω μὲ  λ ύ σ σ α  καί εὐσυνειδησία τὸν ἑαυτό μου, καὶ νὰ σημειώνω τὶς ἀνάλυσες σὰ  σ υ ν τ α γ ὲ ς  χ η μ ι κ ο ῦ  ποὺ ἀναλύει τὰ σώματα». Τύπος, λοιπόν, αὐτεπισκοπουμένου, αὐτοαναλυομένου, ὣς στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, σὰν τὸν Σταντάλ, σὰν τὸν Μπενζαμὲν Κονστάν, σὰν τὸν Ἀμιέλ. Γιὰ τὸ Δραγούμη θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ἔχοντας ὑπ’ ὄψει τὴ μιὰ μόνο πλευρὰ τῆς προσωπικότητάς του, αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Μπαρρὲς ἐξ ἀφορμῆς τοῦ Σαίντ-Μπὲβ καὶ τοῦ περίφημου παστελίστα Λὰ Τούρ: «Aucune passion, mais les comprendre toutes! Cest la formule des analystes»[4].

Σίγουρα καὶ γιὰ νὰ φυλαχτῆ ἀπ’ αὐτὸ τὸν κίνδυνο καὶ ὄχι μόνον γιατὶ ἦταν γεννημένος κυριαρχικός, γιὰ νὰ μὴν «πέση» τελειωτικὰ στὴν κατηγορία, στὴ φυλή» (race) ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων γιὰ τοὺς ὁποίους πάλιν ὁ Μπαρρὲς λέγει ὅτι μόνη τους ἀξία εἶναι τὸ «νὰ ἐννοοῦν καὶ νὰ διαλύουν» ρίχτηκε ὁ Δραγούμης στὴ δράση, στὴ δράση ζήτησε ἕνα ἀντιστάθμισμα, κατ’ ἀρχάς, ποὺ ἔγινε ὕστερα ἁρμονικὸ συμπλήρωμα, καὶ ποὺ στὸ τέλος ἔφτασε νὰ γείρῃ τὴ ζυγαριά κατ’ αὐτό. Δὲ θέλησε τὴν «τρέλλα» τῆς ἀναλύσεως νὰ τὴν ὠθήση σὲ τέτοια ἀκρότητα ὥστε νὰ βγάλη στὸ τέλος τὴν κραυγή, τὴν τόσο ἀλγεινή, ἑνὸς παθολογικοῦ, ἀλλὰ καὶ πέρα ὣς πέρα συνεποῦς μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀναλυτοῦ, τοῦ Σενανκούρ: «Pour jouir, tu tes détruite»[5], δὲ θέλησε νὰ μοιάση μὲ «φακίρη λυγισμένον στὰ δυὸ ποὺ κυττάει τὸν ἀφαλό του». «Ὅταν ἀρχίζω νὰ πελαγώνω στὶς ἰδέες μου, πιάνω μιὰ πέτρα, ἕνα δένδρο, τὸ χῶμα γιὰ νὰ βεβαιωθῶ πὼς δὲν παραστρατίζω». Οἱ ἰδέες ἐδῶ εἶναι ἡ ἀνάλυση, καὶ ἡ πέτρα, τὸ χῶμα, τὸ δέντρο, ἡ δράση.

Ἕνα τέτοιο αἴσθημα, αἴσθημα κινδύνου, μᾶς ἐξηγεῖ πῶς ἔνας θεωρητικὸς σὰν τὸν Δραγούμη, μιὰ φύση βαθύτατα στοχαστική, ἔφτασε νὰ δίνη συγκρίνοντας δράση καὶ θεωρία, συχνότερα καὶ ἐντονώτερα τὴν ὑπεροχὴ στὴ δράση. Καλλιτέχνης στὴ ζωή του πρὸ πάντων, πάσκιζε νὰ πραγματώση ὁ ἴδιος πρῶτος τὸν ἰδανικό του ἀνθρώπινο τύπο, ποὺ ποτὲ δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι μονάχα θεωρητικός. «Τὸν θεωρητικὸ ἄνθρωπο τὸν βλέπω μισὸν ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ ἀνάγκασα τὸν ἑαυτό μου ν’ ἀνακατωθῆ μὲ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ γίνη καὶ μὴ θεωρητικός».

Ὣς ἐδῶ μένει ἕνα ἁπλὸ ἀντιστάθμισμα ἡ δράση, ἕνα ἀντίρροπο στὴν πολλή, στὴν ἀποκλειστικὴ θεωρία, ἀπαραίτητος παράγοντας γιὰ νὰ παραχθῆ ὁ ἰδανικὸς τέλειος ἄνθρωπος.

Μὰ σιγὰ σιγά –καὶ ὄχι διαρκῶς, ἀλλὰ γιὰ ὁρισμένες μονάχα στιγμές– τὸ ἀντίρροπο αὐτὸ φτάνει νὰ κλίνη πρὸς τὸ μέρος του τὴν πλάστιγγα. Ὁ ἀναλυτικὸς γίνεται, ἢ μᾶλλον προσπαθεῖ νὰ γίνη, ἄνθρωπος τῆς δράσης.

Νὰ τ’ ὀνομάσουμε ἔλλειψη σταθεροῦ καὶ ὁριστικοῦ κέντρου βάρους τὸ ἀνεβοκατέβασμα τοῦτο τῆς πλάστιγγας πότε πρὸς τὴ δράση καὶ πότε πρὸς τὴ θεωρία; Ναί, βέβαια, εἶναι καί αὐτό.

Μὰ εἶναι, πρὸ πάντων, ἕνα εἰλικρινέστατο καὶ ἀδιάκοπο ξεσκέπασμα ψυχῆς ποὺ σ’ ἀνθρώπους σὰν τὸ Δραγούμη, «διπλοὺς καὶ τριπλοὺς καὶ τετραπλούς», δὲ μπορεῖ ὅταν γίνεται τόσο ἀδιάκοπα καὶ μὲ τόση εἰλικρίνεια, νὰ μὴ παρουσιάζεται σὰν ἔλλειψη κέντρου βάρους.

Ὁ ἀναλυτὴς αὐτὸς φέρνει στὴν ἐπιφάνεια ὅ,τι βρίσκει στὰ βάθη του, τὸ φέρνει ὅπως τὸ βρίσκει, γυμνό, ἄταχτο, τεμαχισμένο, μᾶς δίνει, ἐνεργώντας σὰ λυρικός, τὶς ἑκάστοτε καταστάσεις τῆς συνειδήσεώς του. Νά ὁ λόγος τῆς ἀταξίας του, τοῦ πήγαινε ἔλα, τῶν ἐπὶ τόπου βηματισμῶν, τῶν ἐπαναλήψεων καὶ τῶν ἀντινομιῶν του. Κομματιαστὴ καὶ «σταματημένη» σὲ φόρμουλες –καθὼς θὰ ἔλεγε ὁ Bergson– μᾶς δίνει μιὰ πραγματικότητα –τὸ ἐγώ του– ποὺ βρίσκεται σὲ ἀδιάκοπη μεταμόρφωση.

Ὁ Δραγούμης θεωρεῖ τὴ δράση πρώτη ἀρχὴ τῆς ζωῆς. Σὰν τὸ Σπινόζα θὰ μποροῦσε νὰ πῆ: «Ὅσο κάτι ἐνεργεῖ περισσότερο, τόσο πιὸ τέλειο εἶναι», ἀδιάφορο ἂν θὰ πρόσθετε σὰν τὸν Σπινόζα – ὅπως καὶ πρόσθετε, ἴσως μόνον ὄχι τόσο ρητά: «Ἀλλὰ μόνο ἂν μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε, θὰ μπορούσαμε καὶ νὰ δροῦμε».

Κάθε τὶ ποὺ δὲν ὑπηρετεῖ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὴ δράση εἶναι γιὰ τὸν Δραγούμη μάταιο, ἄχρηστο, βλαβερό. Μάταια κάθε θεωρία ὅπου δὲ βρίσκει κανεὶς ἕνα κέντρισμα γιὰ δράση·χρηστο καὶ βλαβερό κάθε τὶ ποὺ πλουτίζει μόνο τὴν καθαρὴ γνώση, τὴ θεωρητική, χωρὶς ν’ αὐξάνη συγχρόνως καὶ τὴν ἐνεργητικότητά μας. Δὲν ἐτόνωσε τὴ δύναμή μας μιὰ πράξη, δὲ μᾶς ἔκανε μιὰ γνώση νὰ πάρουμε καλλίτερη συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, γιὰ νὰ δράσουμε καὶ καλλίτερα; Ἡ γνώση αὐτὴ δὲ χρησιμεύει σὲ τίποτε, καὶ ἂν ἐξακολουθήση νὰ σωρεύεται πάνω σὲ ἄλλες «ἄδολες» γνώσεις, τότε πιὰ καταντᾶ βλαβερή, ὀλέθρια, γιατὶ παραλύει τὴν ἐνεργητικότητά μας, κόβει τὴν ἴδια τὴν ὁρμὴ τῆς ζωῆς.

Κάπως κοφτὰ καὶ ριζικά, ὡς τόσο, ξεχωρίζει ὁ Δραγούμης πράξη καὶ σκέψη, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴ γνώση, σὲ θεωρητικὴ καὶ πρακτική. Δὲν ὑπάρχει στὴν ἴδια τὴν πράξη, στὴν πορεία μιᾶς πράξεως, σκέψη, ταυτόχρονη μὲ τὴ δράση, καὶ δὲν ὑπάρχουν σκέψεις ποὺ ἔχουν ὅλη τὴ δόνηση τῆς πράξεως, ἐκείνης ποὺ μόλις ἔγινε, ἐκείνης ποὺ πρόκειται νὰ γίνη: Καὶ οἱ δυὸ τοῦτες ἐνέργειες δὲ δροῦν στὸν κάθε ἄνθρωπο –ὅταν δὲν εἶναι, βέβαια, ὁ Κὰντ ἢ κανένας Ὀττεντότος– παράλληλα καὶ σύγχρονα, σὲ ποσοστὰ ἀστάθμητα, καὶ τὸ ἀδιάκοπο ἀνακάτωμά τους δὲν ἀποτελεῖ τὶς περισσότερες στιγμὲς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς;

Ἀλλὰ καὶ ἡ γνώση ξεχωρίζεται, τάχα, τόσο καθαρά, ὅσο φαίνεται νὰ πιστεύη ὁ Δραγούμης, σὲ θεωρητικὴ καὶ πρακτική; Καὶ ἡ ἀδολώτερη θεωρητικὴ γνώση δὲν ἀντιχτυπᾶ στὴν πράξη, καθὼς πάλιν καὶ ἡ πρακτικώτερη γνώση δὲν ἔχει κάτι τὸ καθαρὰ θεωρητικό; «Ὁ καλλίτερος φιλόσοφος, λέγει ὁ Γουΐλλιαμ Τζέιμς, μὲ κάποια ὑπερβολή, εἶναι ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ κάμποσο ὀρθά, ἀναφέροντας σχετικὴ γνώμη τοῦ Τζὼν Γκρότ, εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σκέπτεται ὅσο γίνεται πιὸ ἁπλᾶ». Ἡ σκέψη δὲν εἶναι κάτι τὸ ἐπαγγελματικό, οὔτε ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στοὺς λεγόμενους ἐπαγγελματικοὺς ἢ ἐπίσημους φιλοσόφους».

Ποιά εἶναι ἡ ὑπέρτερη ἀξία τῆς δράσης γιὰ τὸ Δραγούμη τὸν ἴδιο, καί, κατὰ τὴ γνώμη του, γιὰ τὸν ἄνθρωπο γενικά; Ὅτι δρώντας ζοῦμε περισσότερο, καὶ μὲ τὴ ζωϊκή μας οὐσία, τὶς στιγμές μας, πιὸ αἰσθητὰ καὶ πιὸ ἔντονα, παρ’ ὅ,τι ὅταν σκεπτόμαστε. Γιὰ τὴν ἀξία τῆς δράσης ὡς τοῦ ἰσχυρότερου ἀντίδοτου κατὰ τοῦ αἰσθήματος τοῦ μηδενισμοῦ, δὲ μιλεῖ ὁ Δραγούμης. Ἴσως, ὡστόσο ἔνστικτα, σὰ μηδενιστὴς ποὺ ἦταν, νὰ φερόταν πρὸς τὴ δράση, γιατὶ ἔνοιωθε, καὶ ἂς μὴν τὸ εἶχε διαπιστώσει θεωρητικά, ὅπως ὁ Βαλερύ, ὅτι, στερημένος ἀπὸ κάθε μεταφυσικὴ παρηγοριά, στὴ δίνη τῆς δράσης, ἔστω καὶ τῆς ὄχι τυφλῆς, ἀλλὰ λογισμένης καὶ κατὰ τὸ δυνατὸν προσχεδιασμένης (ποὺ πάλιν, ὅμως, ἔξω ἀπὸ τὰ προδιαγεγραμμένα σχήματά της, στὴν οὐσία της, στὸ κύμα της, θὰ πίστευε ὅτι ὑπάρχουν ὅλα τ’ ἀπροσδόκητα καὶ τ’ ἀκάθεκτα καὶ τὰ συναρπαστικά) μποροῦσε νὰ βρῆ τὸ δυνατώτερο μέσον λησμονιᾶς τοῦ ἄσκοπου τῆς ζωῆς, τὴ μόνη λύτρωση  δ ι ὰ  τ ῆ ς  ζ ω ῆ ς  κ α ὶ  μ έ σ α  σ τ ὴ  ζ ω ή,  ἀπὸ τὸ μηδενιστικὸ αἴσθημα, ἀπὸ τὴ συνείδηση ὅτι τυφλὰ καὶ ἄσκοπα ἀπὸ τὸ τίποτε ξεκινοῦμε καὶ πρὸς τὸ τίποτε ὁδεύουμε.

Μπορεῖ ποτὲ νὰ ἔχη σκοπὸ ἡ πράξη, ἀφοῦ δὲν ἔχει σκοπὸ ὅλη ἡ ζωή; Γιατί νὰ δροῦμε; Γιατὶ τοῦτο ἀκριβῶς τὸ ἄσκοπο τῆς δράσεως τῆς δίνει ἕνα χαρακτήρα ἀνιδιοτελείας (gratuité), ἕνα ποιὸν  α ἰ σ θ η τ ι κ ό,  ποὺ τὴν κάνει πιὸ ἐκλεχτή, πικρότερη ἀλλὰ καὶ πιὸ ἡρωϊκὴ συγχρόνως: «Quon nen puisse tirer aucun profit, cest peut être le propre même de la grandeur»[6].

Ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀντίληψη τῆς πράξεως, ὡς κάτι ἄσκοπου, ἀλλὰ καὶ ἡρωϊκοῦ συνάμα, –αἰσθητικοῦ– δὲν πηγάζει καὶ ἡ θεωρία τῶν μύθων, κινήτρων πράξεων, τοῦ Georges Sorel; «Mythes, selon G. Sorel, λέγει ὁ Λασσέρ, cest une idée daction, assez belle et assez sublime pour trouver des enthousiastes et pour susciter lhéroïsme au coeur des hommes quelle aura séduits»[7]. «Agir par jeu»[8], καθὼς θάλεγε αἰσθητικότερα ἀκόμα καὶ μὲ μιὰ ἔννοια σχεδὸν «δαιμονική», ἀλλὰ καὶ ἐντελῶς ἄσκοπα πιά, ὁ André Gide. «Ἐπιθυμῶ νὰ κάνω», λέγει ὁ Δραγούμης, «κάθε τὶ ποὺ νοιώθω πὼς δὲν εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ τὸ κάνω». «Μ’ ἀρέσει νὰ καταξοδεύομαι ἔτσι γιὰ τὸ τίποτε». «Δὲ μὲ μέλλει τί κάνω καὶ τί δὲν κάνω».

Ἀλλὰ ἡ δράση ἔχει μιὰ ἄλλη ἀξία στὴν ὁποίαν δίνει μεγάλη σημασία ὁ Δραγούμης. Εἶναι ἕνα μέσον γνώσεως, γνώσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας πρὸ πάντων. Οἱ πράξεις δὲν εἶναι τὰ μόνα πειράματα χάρις στὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε κάθε τόσο ἀσφαλέστερα τὸν ἑαυτό μας, ἄρα, καὶ τελικῶς πιὸ καλά; «Πρέπει ν’ ἀγαπῶ», λέγει ὁ Δραγούμης, «περισσότερο κι’ ἀπ’ τὸν ἑαυτό μου ἀκόμα, τὴν πρόοδο, δηλαδὴ τὴ γνώση». Καὶ ἐννοεῖ, βέβαια, λέγοντας γνώση, ὄχι τὴ φιλοσοφική, τὴ θεωρητική, ἀλλὰ τὸ σύνολο τῆς ὁλοένα αὐξανόμενης ζωϊκῆς του πείρας ποὺ μπορεῖ νὰ ὀφείλεται πολὺ περισσότερο στὴ δράση παρὰ στὴν καθαρὴ νόηση.

Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ στὴ σύγκριση ποὺ κάνει μεταξύ σκέψεως καὶ ἐνεργείας, δὲ δίνει πάντα τὴν ὑπεροχὴ στὴν πράξη ὁ Δραγούμης. Ἰδανικό του εἶναι ἡ τέλεια ἰσορρόπησή των. Γνώση καὶ πράξη τὶς θεωρεῖ ὄργανα ἰσάξια γιὰ τὸ ἀνέβασμα καὶ τὸ τελείωμα τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ὅσο γίνεται καλλίτερη ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ του στὴ γῆ. «Ἄνθρωπος θὰ πῆ κάτι ποὺ κινεῖται καὶ στοχάζεται». «Μόνη διασκέδασή μου, λέγει, δείχνοντας πόσο σκέψη και πράξη τοῦ εἶναι ἐξ ἴσου ἀπαραίτητες, πόσο ἰσοδύναμα θέλει νὰ ζυγίζωνται μέσα του, μόνη διασκέδασή μου ἔχω τὴ σκέψη καὶ μόνη χαρά μου νὰ σκορπῶ τὴ δύναμή μου πάνω στοὺς ἀνθρώπους». Καὶ μιλώντας γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀριστοκρατία τοῦ μέλλοντος, ὅπως τὴν ὁραματίζεται, στὸν «Ἑλληνικὸ Πολιτισμό», γράφει: «Τὸ ἄτομό τους θὰ εἶναι ὄργανο πράξης καὶ μάθησης καὶ γι’ αὐτὸ μόνον θ’ ἀξίζη». Γιὰ νὰ ζήση κανεὶς «στὰ γεμάτα» τοῦ χρειάζεται: «Ἡ σκέψη ποὺ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴ νίκη στὴ μοναξιά, καὶ ἡ δράση, τὸ ἀποτέλεσμά της, ἡ δράση ἡ κυριαρχική». Ἰσάξιες, λοιπόν, σκέψη καὶ πράξη, καὶ τελικὸς σκοπός, τελικὸ ἀποτέλεσμα καὶ τῶν δυό, ὁ καλλίτερος γνωρισμὸς τοῦ ἑαυτοῦ μας: «Ἡ ζωή μας γιὰ τὴ γνώση χρησιμεύει, γιατὶ πάλι κάθε κίνηση τῆς ζωῆς μας, στὸν καλλίτερο γνωρισμὸ τοῦ ἑαυτοῦ μας θὰ κατασταλάξη τέλος».

Μὰ ὅπως κάθε ἐνέργεια δὲν ἀξίζει, ὅπως δὲν πρέπει ἡ ἐνέργεια νὰ εἶναι «βιαστικὴ καὶ ἀκράτητη οὔτε καὶ ὀκνή, ἀλλὰ ἤρεμη, μεθοδικὴ καὶ ρυθμισμένη, ποιητική, γεμάτη ἐσωτερικὸ φῶς καὶ σίγουρη» «τέτοια ποὺ ν’ ἀνεβάζη τὸν ἄνθρωπο σὲ στυλοβάτη, νικητή, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους», τὸ ἴδιο καὶ κάθε σκέψη δὲν ἀξίζει. Δὲν ἀξίζει ἡ καθαρὴ θεωρητική, φιλοσοφικὴ ἢ ἐπιστημονικὴ σκέψη ποὺ ξεραίνει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλ’ ἡ δροσάτη, ἡ ποιητικὴ καὶ δημιουργικὴ ποὺ τὴν πλάθουμε «ὀρθοὶ καὶ περπατώντας», «μέσα στὴν τρικυμία καὶ στὴν κίνηση». Τέτοια εἶναι ἡ σκέψη τοῦ «σωστοῦ», τοῦ «ξετελειωμένου» ἀνθρώπου, τοῦ «στοχαστικοῦ μαζὶ καὶ ἐνεργητικοῦ», τέτοια «τοῦ νικητῆ ποὺ ἐνεργεῖ μὲ σκέψη καὶ τοῦ μοναχικοῦ ποὺ στοχάζεται προσμένοντας νὰ ἐνεργήση». Ἀξία ἔχουν ἡ σκέψη καὶ ἡ ἀνάλυση, γόνιμες εἶναι μόνον ὅταν πηγάζουν κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὴ ζωή, ἀπὸ τὴν πείρα μας, καὶ πάλι στὴ ζωὴ ἐπιστρέφουν, τονώνουν καὶ πλουτίζουν τὸν παλμό της, τῆς δίνουν μιὰ κατεύθυνση, ἕνα δρόμο, ἕνα ρυθμό. Δὲ μπορεῖ νὰ νοηθῆ σκέψη ξεχωριστὴ ἀπ’ τὴν πράξη, ὄχι στενὰ συνδεμένη μαζί της, ὅπως καὶ πράξη «ποὺ νὰ μὴν κρύβεται πίσω της κάποια θεωρία».

Δύσκολα πολύ, φαντάζομαι, θὰ μποροῦσε νὰ πῆ ὁ Δραγούμης αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Βιλλιὲ ντὲ Λίλ-Ἀντὰμ μὲ τὰ χείλη τοῦ Αvel, τοῦ ἥρωά του: «Σκέφθηκα πάρα πολὺ καὶ δὲ μπορῶ νὰ ἐνεργήσω». Δὲ θὰ τλεγε γιατὶ δὲ θἄφηνε ποτὲ τὸν ἑαυτό του νὰ «χαθῆ» στὶς καθαρὲς θεωρητικές σκέψεις ποὺ παραλύουν. Σπάνια μιλεῖ μὲ βαθειὰ ἀγάπη, μὲ ἀληθινὸ πάθος γιὰ τὴν ἄδολη γνώση ὁ Δραγούμης, γιὰ τὸ «μέλι αὐτὸ τὸ πιὸ γλυκὸ τῆς γῆς» καὶ μᾶλλον στὰ βιβλία του τὰ νεανικά. «Λατρεύω τὴ σκέψη μονάχη καὶ γυρεύω μ’ αὐτὴ νὰ ζήσω, ὅσο μπορῶ περισσότερων κόσμων ζωές» («Μονοπάτι»). «Τὸ μόνο ἀληθινὸ στὸν κόσμο ἦταν ἡ ζωὴ τοῦ μυαλοῦ μου».

Θεωρητικός στὸ βάθος μὲ ὅλα –σὰν τὸν Μπαρρές– τὰ νευρικά, τ’ ἀνυπόμονα, τὰ πυρετώδη κινήματα τῶν θεωρητικῶν πρὸς τὴ δράση, ποὺ τὸ περισσότερο μένουν στὰ βιβλία τους μόνο καὶ σπάνια ξεχύνονται καὶ στὴν πρακτική ζωή –μ’ἀποτυχία ὅμως, κατά κανόνα,– θεωρητικὸς μὲ λαχτάρα ξεδίψαση, ὀργανική, –σίγουρα κι’ ἀπ’ τὸ βαρεμὸ ποὺ φέρνει ἡ πολλὴ ἀνάλυση– γιὰ δράση, δὲν τὸ παίρνει, ὡστόσο, ἀπόφαση ὁ Δραγούμης –κάθε ἄλλο, μάλιστα– πὼς ἀνήκει στὴ χορεία τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων γιὰ τοὺς ὁποίους τόσο σωστὰ καὶ μὲ κάποια πικρία, ἴσως, λέγει ὁ Sainte-Beuve: «On nest propre, alors, en définitive, qu’à une chose, à noter, à connaître, et à juger ce que les autres font»[9]. Μήτε, ἀκόμα λιγότερο, σκέπτεται νὰ βγάλη τὴν τόσο πονεμένη στὴν ἐγκαρτέρησή της, κραυγὴ τοῦ ἥρωα ἑνὸς διηγήματος τοῦ Μπωντλαίρ: «Ils vivent pour vivre, et nous, hélas! nous vivons pour savoir»[10]. Μήτε, τέλος, στρεφόμενος πρὸς τὸν ἄλλο πόλο τῆς ζωῆς, τὴ δράση, βλέπει πόσο πολὺ περισσότερο παρ’ ὅ,τι ἡ σκέψη, ὑπόκειται ἡ δράση στὸν αὐτοματισμό, στὴ μίμηση καὶ στὴν τυφλὴ ἐπανάληψη, ἀφοῦ, καθὼς ὀρθότατα παρατηρεῖ, στὴ μελέτη του γιὰ τὸν Δοστογιέφσκη, ὁ Gide:

«Nous agissons sans cesse comme nous estimons que l’être que nous sommes, que nous croyons être, doit agir. La plupart de nos actions nous sont dictées non pas d’après le plaisir que nous prenons à les faire, mais par un besoin d’imitation de nous-même et de projeter dans l’avenir notre passé. Nous sacrifions la vérité (c’est-à-dire la sincérité) à la continuité, à la pureté de la ligne»[11].

Δραγούμης ὄχι μόνον δὲν τὰ δέχεται ὅλαὐτά, δὲν τὰ ὁμολογεῖ, τοὐλάχιστον, ἀλλά ἴσα ἴσα, καὶ ἕνα κακὸ ἀκόμα, τὴ διαρκῆ ἐνδοσκόπηση, προσπαθεῖ καὶ κατορθώνει νὰ τὴν μεταβάλη σὲ κάτι χρήσιμο. Τὸν ἑαυτό του κινούμενος καὶ ἐδῶ, σὲ ὕστατη ἀνάλυση, ἀπὸ μιὰ σοφὴ ars vivendi– τὸν ἀναλύει γιὰ νὰ τὸν συνθέση πληρέστερα κατόπιν καὶ νὰ τὸν καταστήση πιὸ ἱκανὸ γιὰ τὴ δράση. «Analyser, c’est agir, se façonner peu à peu en vue d’un but précis»[12] «J’ai, λέγει Μπαρρές, tout l’orgueil du succès quand j’en ai tracé les lois, C’est passéder une chose que s’en faire une idéé tres nette, tres précise[13]. Καὶ ἀλλοῦ: «autres se décomposent par l’analyse et c’est par elle que je me recompose et que j’atteins ma vérité»[14].

Ὁ Δραγούμης θὰ μποροῦσε νὰ προσθέσῃ: «καὶ ὁπλίζομαι καλλίτερα γιὰ τὴ δράση». Γιατί, ἀληθινά, τί καλλίτερο ὁρμητήριο γιὰ τὴ δράση ἀπὸ τὴν ἀνάλυση, ὅταν γίνεται μὲ μέθοδο, μὲ αὐστηρότητα καὶ μὲ λαγαρό μάτι; Δὲ βάζει ἡ ἀνάλυση τάξη στὴ σκέψη μας, σὲ ὅλο τὸ ἐγώ μας; Καὶ ἡ τάξη δὲν εἶναι ἕνα ἐφόδιο γιὰ τὴ νίκη, νίκη, —στὴ δράση— μιὰ νίκη; Νά, λοιπόν, καὶ ἕνας σπουδαιότατος ἀκόμη λόγος ποὺ τόσο ἐπίμονα καὶ κατασύνεχα ἀναλύεται ὁ Δραγούμης, νά γιατί κάθε τόσο συνοψίζει σὲ σύντομες, χτυπητὲς φόρμουλες, τὰ συμπεράσματα τῶν ἀναλύσεών του. Δὲν τὸ κάνει μόνο γιατὶ ἔχει μανία νὰ ἀναλύεται, ἀλλὰ καὶ γιατὶ οἱ φόρμουλες αὐτὲς εἶναι τὰ ὁρόσημά του, τὸ φῶς ποὺ φωτίζει τὸ δρόμο του. «Ἤθελε νὰ βλέπη κάθε μέρα τὴ φιλοσοφία του. Τὴν ἀποκρυστάλλονε στὸ χαρτὶ καὶ ὕστερα τὴν πετοῦσε μὲ περιφρόνηση στοὺς ἀνθρώπους».

Ἀδιάκοπη ἀλληλοεπίδραση, ἀδιάκοπο σμίξιμο σκέψεως καὶ πράξεως ὅπου, ὅμως, ἡ σκέψη δὲν εἶναι αὐτόνομη ἀλλὰ χρησιμεύει γιὰ νὰ δυναμώνη τὴν πράξη, ποὺ τὴν κατευθύνει καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν, ὅμως, πηγάζει: «Ἡ ζωή μου πηγαίνει νὰ μοιάση μὲ τὶς ιδέες μου, ἢ καὶ ἀλλοιῶς, ἀπὸ τὴ ζωή μου βγαίνουν οἱ ἰδέες μου ποὺ φωτίζουν πάλιν αὐτὲς τὴ ζωή μου καὶ τὴν ἀλλάζουν».

 

Ναί, ἀλλὰ καί: «εἶνε περιττὲς ὅλες οἱ θεωρίες, ὅσες δὲ βγαίνουν σὲ συμπέρασμα, ἀπὸ κάποια ἐνέργεια δική μας». Οἱ θεωρίες μου ἐμένα εἶναι ἡ ζωή μου, μιὰ φωτεινὴ δηλαδὴ προβολὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς πράξεις μου». «Οἱ θεωρίες μου βγαίνουν σὰν ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὴ ζωή μου καὶ εἶναι ἀχώριστες ἀπὸ δαύτην».

 

Καὶ ἡ διανοητικώτερη ἐνέργεια τοῦ Δραγούμη στὴν ἐφαρμογὴ ἀποβλέπει, γίνεται γιὰ νὰ μεταμορφωθῆ σὲ πράξη. Γράφει γιὰ νὰ ξεκαθαρίση τὶς ἰδέες του, νὰ κάνη πιὸ γλήγορη καὶ ἀποτελεσματικὴ τὴν πρακτική τους χρήση, κυττάζει μέσα του ὄχι ἀπὸ περιέργεια ἁπλῆ, γιὰ τὴν ἡδονὴ τοῦ θεάματος, ἀλλὰ σὰ στρατηγός ποὺ σὲ παραμονὴ μάχης ἐπιθεωρεῖ τὸ στρατό του. Ἄλλωστε, ἂν εἶναι ἀπὸ ἰδιοσυγκρασία ἀναλυτικός, οὔτε στὴν καθαρὴ θεωρητικὴ σκέψη πιστεύει, στὴ φιλοσοφία, οὔτε στὴν ἐπιστήμη. Γίνεται τίποτε σχετικώτερο ἀπὸ τὴ φιλοσοφία, ἀφοῦ «καθένας ἔχει τὴ φιλοσοφία του πιστὴν εἰκόνα τῆς ἰδιοσυγκρασίας του»; Καὶ ὅλα τὰ συστήματα, καθὼς λέγει ὁ Quinton, καὶ θὰ τόλεγε, εἶμαι βέβαιος, κι’ ὁ Δραγούμης, δὲν εἶναι «ὁ ἁπλοποιημένος πίνακας τῆς ἀγνοίας μιᾶς ἐποχῆς;» Ἢ μήπως, τάχα, μπορεῖ νὰ ὁδηγήση στὴν εὐτυχία ἡ φιλοσοφία, ἢ καὶ νὰ πλάση τίποτε σταθερό; «Ὅ,τι πλάθει ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλάσμα, εἴδωλο», «Ὅσοι γκρεμίζουν καὶ ξαναπλάθουν δὲ μ’ ἀρέσουν ἂν δὲν ξέρουν πὼς πάλε εἴδωλα θὰ πλάσουν». Στὴν ἐπιστήμη δὲν πιστεύει. Δὲν πιστεύει, πρὸ πάντων, ἀπὸ πνεῦμα διονυσιακό, ἀντιρασιοναλιστικό, ἀλλὰ γιατὶ βλέπει καὶ τὶς ἀδυναμίες τῆς ἐπιστήμης καὶ τὴν τάση της ν’ ἁπλωθῆ παντοῦ καὶ νὰ ὑποδουλώση τὰ πάντα.

Δὲν τῆς φορτώνει, ὅμως, καὶ τὰ τόσα πολλά καὶ βαρειά, ποὺ ἄλλοι τῆς φορτώνουν. Οἱ ἐπιστῆμες, λέγει, –νιτσεϊστὴς καὶ σὲ τοῦτο, σύμφωνος, ὅμως, ἐξ ἄλλου καὶ μὲ ὅλη τὴ σύγχρονη σκέψη– δὲ δημιουργοῦν πολιτισμούς. Ἡ σημερινὴ ἐπιστήμη δὲ διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη ὅπως τὴ θεμέλιωσε ὁ Ἀριστοτέλης.

Ψιλολογεῖ καὶ ψιλοκοσκινίζει, καὶ δὲ μπορεῖ ν’ ἁδράξη στὴν οὐσία της καὶ στὸ σύνολο τὴ ζωή, «χαντακώνει κάθε ἐνέργεια ἄλλη (μὴ θεωρητική) καὶ στενεύει πολλὰ ἀνθρώπινα μυαλά, ναρκώνει τὸ σῶμα, ἔχει τὴν πολὺ ἐπικίνδυνη τάση νὰ μὴ περιορίζεται στὸ ἔδαφός της ἀλλὰ νὰ θέλη ν’ ἁπλωθῆ παντοῦ, τέλος, εἶναι μιὰ ἀρρώστεια –φριχτή– καὶ ἡ ἴδια, μά, πρὸ πάντων, ἡ ὑπερβολική πίστη τοῦ κόσμου σ’ αὐτήν, ποὺ τὴν παρανοεῖ, ἄλλωστε.

Ἦταν φυσικό νὰ μὴ πολυσυμπαθῇ ὁ Δραγούμης ὄχι μόνο τὸν ἀλεξανδρινὸ τύπο τοῦ ἀνθρώπου, μὰ καὶ κάθε καθαρὰ θεωρητικό, ὅλους ἐκείνους ποὺ τὶς ἰδέες τὶς θεωροῦν ὅσο καὶ τὴν πράξη, ἀληθινές, κάποτε μάλιστα, ὅπως οἱ ἰδεαλιστές, καὶ ἀληθινότερες, καὶ μόνες ἀληθινές. «Αὐτοὶ οἱ ἄλλοι, γράφει μὲ εἰρωνεία σ’ ἕνα του ἄρθρο, οἱ ἰδεολόγοι κι’ ὀνειροπόλοι, λένε πὼς καὶ οἱ ἰδέες εἶναι πραγματικότητα».

Βαθύτατα ἀντιπαθεῖ ἀνάμεσα στοὺς θεωρητικούς –ἴσως ἐπηρεασμένος καὶ ἀπὸ τὸν Μπέρξον– τοὺς διαλεκτικοὺς ὁ Δραγούμης. Ἡ ἐμφάνισή τους, κατά τὴ γνώμη του, φανερώνει πάντα παρακμή. Καὶ ὡς μέθοδο φιλοσοφικῆς ἔρευνας, ὅμως, τὴ διαλεκτικὴ τὴν καταδικάζει.

Ἡ διαλεκτικὴ δὲ μπορεῖ νὰ ξεκαθαρίση τὰ μπερδεμένα ἐλατήρια τῆς ζωῆς. «Εἶναι τόσο μπερδεμένες οἱ αἰτίες ποὺ μὲ ἀναγκάζουν νὰ ἐνεργῶ ἔτσι ἤ ἀλλοιῶς σὲ κάθε περίσταση, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὶς ξεδιαλύνω, καὶ χαίρομαι γι’ αὐτό».

Ἀντίθετα, τύπος θεωρητικός, σὰν τὸ Φαρδύ τὸ Σαμοθρακίτη τοῦ ἀρέσει, γιατί, μολονότι τόσο γραμματισμένος –μίλησε καὶ ἔγραψε γιὰ ὅλα– καὶ μολονότι ὅλα τὰ ἐξαρτοῦσε ἀπ’ τὴν παιδεία, ὡστόσο, ἡ σκέψη του, ὅπως καὶ τοῦ Κοραῆ, στενὰ συνυφάνθηκε μὲ τὴν πράξη, καὶ δὲν ἦταν στεγνός. –«Εἶχε μιὰ δροσερὴ πολυπραγμοσύνη ποὺ μόνον τὰ μεγάλα μυαλὰ καὶ τὰ παιδιὰ τὴν ἔχουν». Χάρις στὴν ὕπαρξη τοῦ Φαρδύ, ἀτόμου πιὸ ξύπνιου κι’ εὐαίσθητου ἀπ᾿ ὅλα τ’ ἄλλα ἄτομα τοῦ νησιοῦ του, κατορθώνει, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, ἕνας Ἕλληνας, ὁ Δραγούμης, νὰ πάρη εὐκολώτερα συνείδηση καὶ τοῦ νησιοῦ αὐτοῦ καθαυτοῦ, καὶ τοῦ νησιοῦ σχετικά μ’ ὅλο τὸ ἔθνος. Τὸ συνειδητὸ ἄτομο, ὁ Φαρδύς, χρησιμεύει γιὰ νὰ βλέπουμε στρογγυλὰ καὶ καθαρά, ὅ,τι χωρὶς αὐτὸν θὰ βλέπαμε θολὰ καὶ συγκεχυμένα, εἶναι ἡ συνείδηση, ἡ γνώση· γνώση, ὅμως, ποὺ δὲ μᾶς παραλύει, ἀλλ’ ἴσα ἴσα μᾶς δυναμώνει, ἀφοῦ μᾶς βοηθεῖ νὰ ἰδοῦμε καθαρώτερα μέσα μας.

Γόνιμη, λοιπόν, εἶναι πάντα ἡ συνείδηση, δηλαδὴ ἡ γνώση. Ναί, ἀλλὰ μόνον ὅταν πηγάζη ἄμεσα ἀπὸ τὴ ζωή –ἀπὸ τὴν πράξη– καὶ μόνον ὅταν ὑπηρετῆ ἄμεσα τὴ ζωή.

 

ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ

 

* (Ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸ βιβλίο

ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ κυκλοφορή-

σῃ προσεχῶς).

    ΣτΕ: Η σημείωση είναι του Κλ. Παράσχου. Εννοεί το βιβλίο του «Ίων Δραγούμης» που θα τυπωθεί από τις εκδόσεις Πυρσός (1936).



[1] «Είμαι πολίτης της Πολιτείας των Γραμμάτων».

[2] «Θα χρειαζόταν, αλλοίμονο, μια ζωή για να μάθουμε και μια ζωή για να δράσουμε».

[3] «Η φρενίτιδα της (αυτο-) εξέτασης, ανάλυσης.

[4] «Δεν έχουν κανένα πάθος, αλλά τα κατανοούν όλα! Ιδού ο τύπος των αναλυτών».

[5] «Για να ευχαριστηθείς, κατέστρεψες τον εαυτό σου».

[6] «Το ίδιον του μεγαλείου ίσως είναι ότι δεν αντλούμε από αυτό κανένα κέρδος».

[7] «Οι μύθοι, σύμφωνα με τον G. Sorel, είναι μια ιδέα πράξης αρκετά ωραία και μεγαλειώδης ώστε να βρίσκει ενθουσιώδεις οπαδούς και να ξεσηκώνει τον ηρωισμό στην καρδιά των ανθρώπων που θα ξεπλανέψει».

[8] «Παιγνιώδης πράξη».

[9] «Δεν είμαστε, λοιπόν, ικανοί εντέλει παρά για ένα μόνο πράγμα, να παρατηρούμε, να γνωρίζουμε και να κρίνουμε αυτό που κάνουν οι άλλοι».

[10] «Αυτοί ζουν για να ζουν κι εμείς, αλλοίμονο, ζούμε για να γνωρίσουμε».

[11] «Πράττουμε αδιάκοπα όπως εκτιμούμε πως οφείλει να πράττει το ον που είμαστε, που πιστεύουμε ότι είμαστε. Οι περισσότερες πράξεις μας δεν υπαγορεύονται από την ηδονή που αποκομίζουμε απ’ αυτές, αλλά από μιαν ανάγκη να μιμούμαστε τον εαυτό μας και να προβάλλουμε το παρελθόν μας στο μέλλον μας. Θυσιάζουμε την αλήθεια (δηλαδή την ειλικρίνεια) στον βωμό της συνέχειας, της γραμμικής καθαρότητας».

[12] «Να αναλύουμε σημαίνει να πράττουμε, να διαπλάθουμε τον εαυτό μας λίγο-λίγο ενόψει ενός ορισμένου σκοπού».

[13] «Υπερηφανεύομαι ότι πέτυχα, όταν έχω ορίσει τους νόμους της επιτυχίας. Ένα πράγμα το κατέχεις όταν φτιάξεις μια πολύ καθαρή, ακριβέστατη ιδέα του».

[14] «Άλλους η ανάλυση τους διαλύει  εμένα με ανασυντάσσει και μέσα από εκείνην φτάνω στην αλήθεια μου».


[Μεταγραφή: NΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ]

  

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΕΚ ΒΑΘΟΥΣ στην φίλη κ. Ντίνα Σαμοθράκη για την απόδοση στα Ελληνικά των αποσπασμάτων που ο Κλ. Παράσχος παραθέτει στα γαλλικά.

 

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις