«Καί ἔξαφνα χτές το βράδυ μέ πλάκωσε το βάρος τό τρανό μιᾶς λύπης μολυβένιας…»
...Σήμερα πρωί 8 τοῦ Ἀπρίλη εἶναι
σταχτερώτατος ἀνοιξιάτικος καιρός
πού θά βρέξει. Κ' ἔλαβα ἀπό τόν Περικλή Γιαννόπουλο ἕνα χαρτί πού λέει:
«Τί κρίμα νά μή Σας ἰδῶ. Φεύγω γιά Θεσσαλίες. Τί κρίμα!» Καί ἀποπίσω ἔχει
ἀπό τή ζωοφόρο τοῦ Παρθενώνα ἕνα ἄλογο πού ἀγρίεψε καί πάει νά τραβήξει ἕναν
έφηβο πού βαστᾶ καλά καί δέν τό ἀφίνει νά φύγει. Τό κεφάλι τοῦ
νέου εἶναι χαλασμένο καί φαίνεται ἐπάνω στό μάρμαρο μονάχα τό σχῆμα τοῦ
ἑλληνικοῦ κεφαλιοῦ. Τά φορέματα τοῦ νέου τά παίρνει ὁ ἀέρας. Φοβοῦμαι
πώς ὁ νέος —ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος— νοιώθοντας πώς γερνάει καί μή
θέλοντας να γεράσει, θά κόψει ὁ ἴδιος τή ζωή του.
Ίων Δραγούμης, Φύλλα ημερολογίου Δ΄, Απρίλης 1910
Ο ποιητής, συγγραφέας, ο αρχαιολάτρης και ελληνοκεντρικός αισθητής Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910) αυτοκτόνησε, πέφτοντας στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, στις 8 του Απρίλη του 1910. Υπήρξε επιστήθιος φίλος, πνευματικός μέντορας και συνομιλητής του Δραγούμη. Αυτός γράφει στο τετράδιό του με ημερομηνία 10 Απρίλη (είναι Σάββατο του Λαζάρου της χρονιάς εκείνης). Πιθανότατα κάτω από την ημερομηνία αυτή συγκεντρώνει σκέψεις και των επομένων ημερών, δηλαδή από «των Βαΐων» μέχρι τα μέσα της Μεγάλης Βδομάδας…
10 Ἀπρίλη [1910]
Ὁ Γιαννόπουλος σκοτώθηκε προχτές τήν Πέμπτη στή θάλασσα. Ἔβρεχε ἐκείνη τήν ἡμέρα.
Εἶναι ὄμορφη ἡ Ἀττική νύχτα μά δέν εἶναι ὁ Γιαννόπουλος ἐδῶ νά τήν ἰδεῖ, λάμπουν μάταια τά ἄστρα, μάταια εὐωδιάζουν οἱ πορτοκαλιές τοῦ κήπου, καί τό ἀηδόνι μάταια τραγουδεῖ. Μονάχα ὁ γκιόνης εἶναι σύμφωνος μέ τήν περίσταση, λέει τό θλιβερό τραγούδι του ὁ γκιόνης καί δέν εἶναι μάταιο τό τραγούδι του αὐτό. Καί τά δειλινά, ἡ θλίψη τῆς ὀμορφιᾶς τῶν χρωμάτων μέ πιάνει στο λαιμό, μέ πνίγει.
Γιατί χάθηκε; Γιατί δέν τά βλέπει πιά; Τί λόγο ἔχουν καί ὑπάρχουν τά πράματα πού ἀγάπησε αὐτός, ἀφοῦ αὐτός πού τ’ ἀγάπησε δέν εἶναι πιά ἐδῶ νά τά ἰδεῖ; Τί λάμπει τό ἄστρο ἄσκοπα; Τί φέγγει τό φεγγάρι; Τί καίει ὁ ἥλιος; Τί φυσάει τ’ ἀεράκι τά μεσημέρια; Καί βιάζομαι, βιάζομαι τρομερά γιά νά φύγω κ’ ἐγώ ἐκεῖ πού πῆγε κεῖνος νά κατοικήσει. Μ’ ἀρέσει ὁ θάνατος, τόν ἐρωτεύομαι. Τόσο τόν ἀγαπῶ πού ὅλα τ’ ἄλλα μοῦ φαίνονται σαχλά καί ἀνούσια καί μέτρια, οἱ ἄνθρωποι καί τά μικροσυμφέροντά τους καί τά μικροκαμώματά τους καί ὅλη τους ἡ μικρότητα καί ἡ φρονιμάδα. Βία τρελλή μέ παίρνει κατά τό θάνατο. Πότε νά τελειώσω τίς δουλειές μου ὅλες, ὅσες ἀνάγκασα τόν ἑαυτό μου νά φορτωθεῖ; Πότε νά τελειώσω γιά να φύγω; Τί ὄμορφος πού εἶναι ὁ θάνατος! Πῶς μέ τραβᾶ! Αἰσθάνομαι ἀηδία γιά τά πράματα τῆς ζωῆς. Καί ὅμως τήν ἀηδία αὐτή θέλω νά τή νικήσω. Θέλω νά ζήσω.
Τή βραδειά πού ἔμαθα πώς σκοτώθηκε ἐκεῖνος, περπατοῦσα στό δρόμο σά νά εἶχα φτερά στά πόδια μου, γιατί ἤμουν μεθυσμένος ἀπό τήν πνοή τοῦ θανάτου. Τί τραγική ομορφιά! Πόσο ἄσχετος εἶμαι ἀπό τά πράματα καί τούς ἀνθρώπους πού μέ περιτριγυρίζουν! Πόσο ἔξω ἀπ’ αὐτά εἶμαι! Καί πόσο κόπο κάνω γιά νά νικήσω τήν ἀηδία!
Καί ἥμουν μεθυσμενος καί φόρεσα λουλούδια, γιατί λουλούδια καί κεῖνος θά φοροῦσε ἄν ζοῦσε, καὶ ἤθελε καί κεῖνος νά μή γιορτάσει κανείς τό θάνατό του ἀλλοιῶς παρά μέ λουλούδια καί μέ γέλοια καί χαρά. Μά ἡ χαρά ἐκείνη ἡ τρισμεγάλη, ἡ βαθύτατη, ἡ ἡδονική, ἡ τραγική χαρά τῆς μέθης τοῦ θανάτου, εἶναι ὁ πόνος, ὁ πόνος πού φτάνει ὡς τήν ἡδονή.
Καί ἔξαφνα χτές τό βράδυ μέ πλάκωσε το βάρος τό τρανό μιᾶς λύπης μολυβένιας πού δέ λέγεται, καί ἔσκυβα τό κεφάλι κάτω καί ὅταν μιλοῦσαν οἱ ἄλλοι, δέ μ’ ἔμελε τί ἔλεγαν, καί περπατοῦσα ἴσια μπροστά μου μέ σκυμμένο κεφάλι καί δέν ἤξερα ποῦ πήγαινα. Καί ὅ,τι ἔβλεπα ἤτανε παράχορδο καί ὅ,τι ἄκουα ἤτανε κοινό καί ἤθελα νά ξεράσω.
Ἀγόρασα μιάν ἐφημερίδα πού ἕνας φίλος μου ἔγραφε κάτι ὄμορφα γιά κεῖνον λόγια καί τό διάβασα, δυό, τρεῖς, τέσσερεις φορές κι ὅλα τά ἴδια πάλι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.