«θεωρητικός της αυταρχικής πολιτικής»…

 

  Νεκρή φύση, Calouste Gulbenkian Museum, Λισαβώνα, φωτ. Ν.Τ. (2010)

Ο Μ. Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ (1912-1995), άνθρωπος πολυμαθής και αυτοδίδακτος μάλλον σε όλα του,  υπήρξε μελετητής των ελληνικών γραμμάτων και  της ιστορίας  του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Διηύθυνε για πολλά χρόνια τις στήλες «πολιτισμού» αρχικά στον «Ριζοσπάστη» κι έπειτα στην «Αυγή». Το παρακάτω άρθρο του, ανήκει σε μια σειρά δημοσιεύσεών του με τίτλο Έλληνες Εθνικιστές (Γιαννόπουλος, Δραγούμης, Δέλτα), και φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο έγινε η πρόσληψη του Δραγούμη από τον χώρο της «συνεπούς» (pure) Aριστεράς και με βάση τί είδους εισηγήσεις, πληροφορίες ή αξιολογήσεις. Το κείμενο ασφαλώς βρίθει ανακριβειών και αστοχιών. Αφήνω ασχολίαστη την εμπαθή εισαγωγή. (Έμφορτη αισθημάτων ανακούφισης γιατί η επαπειλούμενη μεταπολιτευτική νεκρανάσταση του Δραγούμη τελικά δεν έγινε, τα μνημόσυνα παρέμειναν σε κλειστό οικογενειακό κύκλο και οι τιμές δεν έλαβαν δημόσιο-πάνδημο χαρακτήρα). Αναρωτιέμαι όμως γιατί  στην αποφώνησή του, ο αείμνηστος κριτικογράφος, επικαλείται και τον Δημ. Τσάκωνατου οποίου το όνομα αρνείται μάλιστα να αναφέρει; Λες και ο Τσάκωνας έγινε υφυπουργός της χούντας (για είκοσι μέρες-και παραιτήθηκε) με προτροπή ή μεσολάβηση του ...Δραγούμη ή κι ότι οι συνταγματάρχες εμπνέονταν από τα «νάματα» της διδαχής και της φιλοσοφίας εκείνου. 

Γιατί όμως ο  Παπαϊωάννου δεν αναφέρεται ειδικότερα και σε δικούς του ομοϊδεάτες, σύγχρονους του Δραγούμη—όπως ο Γιάννης Κορδάτος, ο Ν. Γιαννιός, ο Νίκος Καρβούνης κ.α.— που αν μη τι άλλο θετικές μόνον κρίσεις είχαν να συνεισφέρουν για την ηθική, την μετριοπάθεια, την πνευματική ευρύτητα και τον, χωρίς σοβινισμό και ιμπεριαλιστικές τάσεις, «εθνικισμό» του Δραγούμη; Κι επίσης: γιατί απέναντι στον «φυλετισμό»/κοινωνικό Δαρβινισμό στο έργο του Αλεξανδρινού σοσιαλιστή Γεώργιου Σκληρού (Κωνσταντινίδη) σιωπά με σημασία;.

Αυτά δεν μπορεί να μάς τα απαντήσει πια. Θα εξακολουθούν ωστόσο να παραμένουν ως γενικότερα ερωτήματα.

 

ΤΡΕΙΣ ΕΘΝΙΚΙΣΤΕΣ (ΙΙΙ)

 

 


 

 

Ίων Δραγούμης (1878-1920)

 

 του Μ. M.  ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

 

Απαρατήρητη πέρασε η προσπάθεια για το ξαναζωντάνεμα της μνήμης του Ίωνα Δραγούμη. Συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννησή του 1878-1978. Κάποιοι συγγενείς, φίλοι του, τέλεσαν σε κάποια εκκλησία ένα μνημόσυνο. Ἀκρα αδιαφορία. Ούτε άρθρα ούτε επιφυλλίδες στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Πού άλλοτε, πριν από τον πόλεμο του Σαράντα! Για τους νεαρούς αστούς, τους συντηρητικούς νέους της αστικής τάξης ο Δραγούμης ήταν ο «γνήσιος Έλληνας», το ίνδαλμά τους. Τον λησμόνησε, λοιπόν, η τάξη του; Μονάχα αυτό; Η τάξη του τον δολοφόνησε! Τον Ιούλη του 1920 δολοφονήθηκε από τους μπράβους του Βενιζέλου στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, στο κορύφωμα της βενιζελικής τρομοκρατίας, μετά από την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου στο Παρίσι. Περίοδος «διχασμού» της κυρίαρχης τάξης σε δυο στρατόπεδα κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και του ελληνο-τουρκικού πολέμου.

Οι Γερμανόφιλοι και οι Ανταντόφιλοι. Οι πρώτοι με το μέρος των Κεντρικών Αυτοκρατοριών της Ευρώπης (Γερμανία και Αυστρουγγαρία), οι δεύτεροι με την «Αντάντ» (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και την Αμερική – προς το τέλος του πολέμου).

Οι Δραγούμηδες ξεκίνησαν από το Βογατσικό της Δυτικής Μακεδονίας πριν από την ελληνική επανάσταση του 1821. Πέρασαν από την Πόλη, την Οδησσό και εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Ελλάδα, ενώ μαίνονταν ο εθνικός απελευθερωτικός αγώνας. Ο παππούς του Ίωνα, Νικόλαος Δραγούμης πολύ νωρίς διακρίθηκε ως εγγράμματος που ήταν, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στις Γραμματείες των Εθνοσυνελεύσεων, και ύστερα από την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ως ανώτερος υπάλληλος κατά την καποδιστριακή περίοδο, κατά τα χρόνια της Αντιβασιλείας. Αν και από παράδοση αγγλόφρονας τερμάτισε, μάλλον, τον πολιτικό βίο του ως μέλος της τελευταίας κυβέρνησης του Όθωνα. Ο Στέφανος Δραγούμης είναι γιος του Νικόλαου, που πέρασε τη ζωή του υπηρετώντας πότε τον Καποδίστρια και τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, και πότε τον Όθωνα, για χάρη της Ελλάδας πάντοτε! Όταν ο Νικόλαος έμενε άνεργος πολιτικός, αναλάμβανε την έκδοση περιοδικών («Ευτέρπη», «Πανδώρα») οπωσδήποτε για κείνη την εποχή αξιόλογων, αν και συντηρητικών. Τα γηρατιά του τα λάμπρυνε με την έκδοση των «Ιστορικών αναμνήσεων» (1874). Ο Ίωνας Δραγούμης είναι γιος του Στέφανου που επανειλημμένα διετέλεσε υπουργός του Χαρίλαου Τρικούπη και πρωθυπουργός στα 1910 με τη μεσολάβηση του Βενιζέλου στο Στρατιωτικό Σύνδεσμο και το βασιλιά Γεώργιο Α΄. Ό,τι περισσότερο χαραχτηρίζει το Στέφανο Δραγούμη είναι το πνίξιμο στο αίμα του αγροτικού κινήματος του Κιλελέρ το Μάρτη του 1910.

«Πάππου προς πάππου», λοιπόν, ο Ίωνας Δραγούμης «αριστοκράτης». Η οικογένειά του ήταν πάντα στα «πράγματα», μέσα στις λίγες οικογένειες που «κυβέρνησαν την Ελλάδα» σχεδόν «ελέω Θεού», ή «κληρονομικώ δικαιώματι». Ήρθε στον κόσμο το 1878. Σημαδιακή χρονιά. Ρωσοτουρκικός πόλεμος, εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις στα Βαλκάνια, έξαρση του δημοκρατικού κινήματος στην Ελλάδα.

Εκδίδεται στην Αθήνα ο «Ραμπαγάς» και η καθημερινή εφημερίδα του Αριστείδη Οικονόμου «Νέαι Ιδέαι» (εκδότες οι αδελφοί Αγγελόπουλοι). Γεννιέται στο Παρόρι του Ταΰγετου ο Κώστας Παρορίτης (ψευδώνυμο του Λεωνίδα Σουρέα), ο πρώτος σοσιαλιστής πεζογράφος. Στην Ελλάδα κάτι πήγε να γίνει μέσα στη δεκαετία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, μα γρήγορα ανακόπηκε από την παγκόσμια τρομοκρατική δράση των καπιταλιστικών καθεστώτων. Σε όλες τις χώρες (Γαλλία, ΗΠΑ) τα εργατικά πολιτικά και συνδικαλιστικά κινήματα στήθηκαν μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Ο καπιταλισμός, μπαίνοντας στην ιμπεριαλιστική του περίοδο, αρνείται όλες τις ηθικές αξίες που πρόβαλε ή δέχτηκε στην ανοδική μαχητική του εποχή, αναστέλλει την ισχύ των προοδευτικών θεσμών, οργανώνει την πολιτική τρομοκρατία εναντίον λαών και φιλελεύθερων ατόμων.

Σε λίγο, σε τρεις δεκαετίες, θα μετατρέψει τα εδάφη της Ευρώπης, από τη μια ως την άλλη άκρη στο θηριωδέστερο σφαγείο ανθρώπινων υπάρξεων. Και οι πιο συντηρητικές αστικές ελευθερίες, τα πιο στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ενοχλούν την κυρίαρχη τάξη. Ο αστικός κοινοβουλευτισμός βάλλεται από τους ίδιους τους αστούς. Δεν τους εξυπηρετεί πια. Η είσοδος στα κοινοβούλια αριστερών δημοκρατών και σοσιαλιστών τους προκαλεί τον πανικό. Στρέφονται στα ίσα προς αυταρχικότερα καθεστώτα. Ο αντιδραστικός, ο οπαδός του αυταρχισμού καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αθήνας Νεοκλής Καζάζης δίνει αποκαλυπτικά στοιχεία κατά του ελληνικού κοινοβουλευτισμού στις μελέτες και τα άρθρα του. Όμως ο σκοπός του δεν είναι η εξυγίανση του θεσμού, η δημοκρατική αποκατάστασή του. Την κατάργησή του ζητά και την εγκαθίδρυση τρομοκρατικότερου αστικού καθεστώτος. Οι τέτοιου είδους ιδέες έρχονται κυρίως, αυτή τη στιγμή, από τη Γερμανία, όπου το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα απλώνει την επιρροή του πάνω στα εκατομμύρια των εργαζομένων αυτής της χώρας.

Ο πρωσισμός γεννά το νιτσεϊσμό κι αυτός με τη σειρά του πλουτίζει θεωρητικά τον πρώτο, τον συστηματοποιεί, τον εξιδανικεύει με τη διείσδυσή του στον κόσμο του πνεύματος και της τέχνης. Ο Νίτσε δεν αργεί να έρθει και στην Ελλάδα σαν ευρωπαϊκή μόδα για να καταχτήσει τη φιλολογική επικαιρότητα. Ο ελληνικός μεγαλοαστισμός, πριν καλά-καλά γευθεί τα αγαθά της ανόδου του εκπροσώπου της Χαρ. Τρικούπη στην εξουσία, υποχρεώνεται να πληρώσει ακριβά την υποδούλωσή του και την υποδούλωση, εξ αιτίας του, της Ελλάδας στον αγγλικό ιμπεριαλισμό με την επαίσχυντη ήττα από τους Τούρκους του 1897. Ορισμένοι, αν και από τους κυριότερους εκπρόσωπους λογοτέχνες της εποχής (Κ. Παλαμάς, Π. Νιρβάνας, Κ. Χατζόπουλος κ.ά.), σπεύδουν ν' αντιδράσουν με την προσχώρησή τους στο νιτσεϊσμό-πρωσισμό. Από τη μια στιγμή στην άλλη μεταμορφώνονται σε Νίτσε και Ντ’ Ανούντζιο. Γίνονται δυναμικοί! Εκφράζονται περιφρονητικά για το «πλήθος», το λαό, απομακρύνονται από τον «όχλο» που δεν καταλαβαίνει από τέχνη. «Η τέχνη είναι για τους λίγους». Αυτό είναι το δόγμα τους. Ο ποιητής και πεζογράφος Κώστας Χατζόπουλος, νιτσεϊστής τότε ως το κόκκαλο, εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό «Η Τέχνη» (1898). Γράφεται στη δημοτική αλλά «για τους λίγους».

Αριστοκρατική αντίληψη της λαϊκότητάς του. Από τη μια λαϊκή γλώσσα και, ταυτόχρονα, από την άλλη η αντιλαϊκή, η απομακρυσμένη από το λαό τέχνη. Το περιοδικό έζησε μόλις ένα χρόνο. Το έκλεισε η πολεμική των εκπροσώπων του λογιοτατισμού, η αδιαφορία του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, αλλά και η πολεμική των λογοτεχνών που αντιτίθονταν στο δόγμα «Η τέχνη για τους λίγους». Ένας από αυτούς τους αντιαριστοκρατικούς ήταν ο Αντρέας Καρκαβίτσας, ο οποίος στα «δυναμικά», τα «αριστοκρατικά κηρύγματα του Παλαμά, του Νιρβάνα, απαντούσε με καυστικότητα στους χαραχτηρισμούς, υποστηρίζοντας το αντίθετο δόγμα «Η τέχνη για το λαό».

Αριστοκράτη τον ανεβάζουν τον Ίωνα Δραγούμη, αριστοκράτη τον κατεβάζουν οι νεοσσοί της δεκαετίας 1920-1930. Μα μόνον όσοι από αυτούς πηγαίνουν αντίθετα στο κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα της εποχής, το κομμουνιστικό. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, δηλαδή, τον αποκρούουν και μαζί αποκρούουν και τους οπαδούς των αριστοκρατικών απόψεών του. Σε μεγάλη δυσκολία είχαν βρεθεί οι εθνικιστές οπαδοί του Δραγούμη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, την Οχτωβριανή επανάσταση και τη Μικρασιατική καταστροφή. Σε μια στιγμή που τα γεγονότα φέρναν κυρίαρχους τους λαούς στο προσκήνιο της πολιτικής, της κοινωνικής και της πνευματικής δράσης, αυτοί εμφανίζονταν προκλητικότεροι από άλλοτε με τάσεις αντιδραστικές, αντιλαϊκές και ανοιχτά αντιανθρωπιστικές. Την περίοδο αυτή, της στροφής της νεοελληνικής σκέψης προς τη ρεαλιστική αντιμετώπιση της παγκόσμιας και της ελληνικής πραγματικότητας, μιλούσαν με μίσος για την επιστήμη και ειδικότερα για το μαρξισμό, που η δράση, και στην Ελλάδα, των μαζών, αύξαινε την ελκτική δύναμή του.

Η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη έκοψε το νήμα της ζωής ενός θεωρητικού της αυταρχικής πολιτικής, ενός ρομαντικού, την ώρα που ο όποιας μορφής ρομαντισμός στην άσκηση της εξουσίας από τη μεγαλοαστική τάξη εναντίον των εργαζομένων και των λαών, δεν είχε μέλλον, όπως το έδειξε ο μουσολινικός φασισμός στην Ιταλία και ο χιτλερικός ναζισμός στη Γερμανία.


Η «ελληνολατρία» του Δραγούμη

Η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη από τους βενιζελικούς πολιτικούς του αντιπάλους συγκλόνισε τους φίλους του από τον κόσμο των γραμμάτων και της τέχνης. Με όλους τους ύμνους του στη μοναξιά και την απομόνωση ο «αριστοκράτης» Δραγούμης ήταν, παραήταν μάλιστα, κοινωνικός, τον χαραχτήριζε και κάποια μανία να γράφει και να δημοσιεύει τις απόψεις του σε βιβλία, περιοδικά κι εφημερίδες.

Στο εντευκτήριο του Εκπαιδευτικού Όμιλου πήγαινε συχνά, έπαιρνε μέρος σε συζητήσεις γύρω από το γλωσσικό, το εκπαιδευτικό και το κοινωνικό ζήτημα. Στη δημόσια συζήτηση για το σοσιαλισμό, από αφορμή το βιβλίο του Γ. Σκληρού το «Κοινωνικό μας ζήτημα», στο «Νουμά» ανακατώθηκε ενεργά μ' έναν τρόπο αντίθετο στο πνεύμα της υπεροψίας που έβαζε στη θεωρία του. Δεν αποδέχονταν τον επιστημονικό σοσιαλισμό στα χρόνια 1908-1910, συζητούσε όμως τις απόψεις των σοσιαλιστών πολιτισμένα. Μια άλλη πλευρά του, που τον έκανε συμπαθή στους διανοούμενους του 1910, ήταν ο δημοτικισμός του.

Άλλωστε, όσο έντονος κι αν ήταν ο νιτσεϊσμός του, στην τάση αυτή δεν ανήκε μόνο ο Δραγούμης. Σχεδόν οι πιο καθιερωμένοι από τους παλιούς και τους νέους λογοτέχνες αγαπούσαν το δημιουργό της «λυρικής φιλοσοφίας» και το φανέρωναν αυτό με την υπεροπτική ποίησή τους. Ο λαός ήταν για όλους τους «όχλος», άξιος μόνο για περιφρόνηση. Πολλά ήταν τα κοινά σημεία που φέρναν κοντά-κοντά τους διανοούμενους κείνου του καιρού και ελάχιστα όσα τους χώριζαν.

Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο θάνατος του Δραγούμη προκάλεσε τόση συγκίνηση στους ανθρώπους των γραμμάτων. Ήταν, παιδιά της ίδιας κοινωνικής τάξης, της ίδιας εποχής. Εποχή του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας. Αν άλλοτε, στα πρώτα τριάντα χρόνια της ελευθερωμένης Ελλάδας, το σύνθημα ήταν πίσω στην αρχαιότητα, ύστερα από το 1870 το ενδιαφέρον είχε στραφεί προς το μεσαιωνικό και το νέο ελληνισμό, προς τις ζωντανές ρίζες του σύγχρονου λαού. Το σύνθημα το έριξε στο τέλος του περασμένου αιώνα η αναδυόμενη από την ελληνική ύπαιθρο, από την επαρχία, από την αγροτιά, ντόπια αστική τάξη. Ζητούσε ν' αναγνωριστούν τα δικαιώματά της, ο πολιτισμός των σημερινών Ελλήνων και ο δικός της.

Δεν ανέχονταν πια το αρχαίο προσωπείο. Δεν ήταν βέβαια τόσο ισχυρή για να επιβάλει εύκολα και με τις δικές της αποκλειστικά δυνάμεις την κυριαρχία της, να πάρει μόνη της την εξουσία. Υπήρχαν και ξένοι. Παίζαν πολύ σοβαρό ρόλο στην άνοδο της αστικής τάξης στην εξουσία, σε συμβιβασμό μαζί τους και μαζί με τα φεουδαρχικά υπολείμματα. Ο συμβιβασμός έδωσε διάρκεια στη ζωή της τάξης των τσιφλικάδων, στην εξάρτηση από τους ξένους και στο παλιό ιδεολογικό εποικοδόμημα. Τα πάντα σφραγίζονται από το συμβιβασμό, κείνο όμως που κάνει έντονη τη σφραγίδα του είναι η καθυστερημένη οικονομία. Η λατρεία του νέου δεν είναι εντελώς λατρεία για το νέο. Με το νέο λατρεύεται και το βυζαντινό, το μεγαλείο της αυτοκρατορίας.

Στο τέλος, όταν ο συμβιβασμός, ένα μίγμα από παλιά και καινούρια στοιχεία, κυριάρχησε με την υποστήριξη των αποικιοκρατών, πήρε μέσα του και την αρχαιότητα και επί πλέον ό,τι θέλαν και όπως θέλαν οι ξένοι από το δικό τους πολιτισμό. Η αντίδραση στην εξουσία των ξένων πάνω στην Ελλάδα, στη μίμηση, η λατρεία του ξένου, του μη ελληνικού, οδήγησε στη δημιουργία της τάσης της ελληνολατρίας.

Την τάση αυτή την εξέφρασε γνησιότερα ο Περικλής Γιαννόπουλος. Ο εθνικισμός του άγγιζε τα όρια του πιο εξωφρενικού ρατσισμού. Τους Ευρωπαίους δεν τους λογάριαζε για ανθρώπους, τους αποκαλούσε «ανθρωποειδείς»! Καλλιεργούσε το φοβερότερο μίσος εναντίον των ξένων. Σύσταινε να σταματήσουμε την εισαγωγή ξένων βιομηχανικών ειδών από την Ευρώπη.

Ας ντυθούμε, έλεγε, με τα υφάσματα του πρωτόγονου χωριάτικου αργαλειού. Να ξαναγυρίσουμε στην κάπα του τσοπάνη, στα τσαρούχια και βέβαια να βγούμε από τα αστικά σπίτια και να κατοικήσουμε στα καλυβόσπιτα.

Μαζί με τους ξένους μισούσε και την επιστήμη. Η γνώση της επιστήμης εμπόδιζε την ανάπτυξη της προσωπικότητας, γιατί τάχα έφτιαχνε άψυχα αντίγραφα, ρομπότ. Αποτέλεσμα αυτής της περιφρόνησης στην επιστήμη ήταν αναπόφευκτα η περιφρόνηση της βιομηχανίας, της τεχνολογίας, που η έλλειψή της ήταν ένας από τους συντελεστές της εξάρτησής μας από τους ξένους. Χρόνια και χρόνια και οι ξένοι κυρίαρχοι στη χώρα μας και οι βασιλιάδες μας και οι κρατούντες στην Ελλάδα, αγωνίζονταν να διαφυλάξουν τον αγροτικό χαραχτήρα της ελληνικής οικονομίας! Οι ελληνολάτρες και οι μισόξενοι έρχονταν να κάνουν την οικονομική καθυστέρησή μας βασική επιδίωξή τους! Κοντά στο Γιαννόπουλο βρίσκονταν ο Δραγούμης, μα δεν έφτανε σ' αυτόν τον παροξυσμό. Οι άλλοι ελληνολάτρες βάζαν περισσότερο νερό στο κρασί τους. Ό,τι απόμενε τελικά από την τάση της ελληνολατρίας, ήταν η φροντίδα για τη διάσωση των παραδοσιακών στοιχείων στην αρχιτεκτονική, το κέντημα, την υφαντική, τη μουσική και την αναβίωση των λαϊκών μοτίβων στους τομείς τους. Η ποίηση, η πεζογραφία, το θέατρο, είχαν κάνει πολύ νωρίς χρήση τέτοιων στοιχείων, που μείναν όμως σχεδόν αποκλειστικά μοτίβα της ηθογραφίας.

Αντίθετα από τη γνώμη του Κλ. Παράσχου, που θεωρούσε το Δραγούμη «άνθρωπο του καιρού μας», ο Δραγούμης ήταν ένας απροσάρμοστος μέσα στην κοινωνία του εικοστού αιώνα. Μεγαλώνοντας και μπαίνοντας στη ζωή, συνεχώς διαφοροποιούνταν μα με πολύ αργό ρυθμό. Όπως η ελληνολατρία του αποτελούσε κίνδυνο για την ανεξαρτησία της πατρίδας, το ίδιο και οι άλλες ιδέες του, «ελληνοτουρκική ομοσπονδία», διατυπωμένες σε μια περίοδο κορύφωσης του εθνικισμού των κυρίαρχων τάξεων σε όλες τις χώρες του Αιγαίου, και του Αίμου ήταν αν μη τι άλλο, ανεδαφικές. Έπειτα, μη δίνοντας καμία σημασία στην επιστήμη και στην κοινωνιολογία, δεν περνούσε απ’ το μυαλό του, πως για να πραγματοποιήσει τις ιδέες του αυτές, έπρεπε να στηριχτεί σε κοινωνικές δυνάμεις.

Ο Κορδάτος, που γνώρισε το Δραγούμη, γράφει πως η Οχτωβριανή επανάσταση του 1917 τον ξάφνιασε και, όσο να 'ναι, τον ανάγκασε να σκεφτεί. Είχε τρανταχτεί όλη η Ευρώπη. Επανάσταση στην Αυστρουγγαρία, στη Γερμανία. Γιγάντια εργατικά κινήματα στην Ιταλία, τη Γαλλία. Στα τελευταία δημοσιεύματά του κάνει λόγο και για το σοσιαλισμό. Βλέπει πως το κράτος στη σημερινή του μορφή δεν είναι βιώσιμο, πως το τωρινό οικονομικό και κοινωνικό σύστημα δεν έχει ζωή. «Ο σοσιαλισμός του φαίνονταν στενός και αποκλειστικός, μολονότι έβλεπε την κακή οργάνωση της παραγωγής και της μοιρασιάς των αγαθών της γης. Δεν του έρχονταν να μπει σε κλίκες και να πάρει το μέρος της μιας τάξης ανθρώπων για να πολεμήσει τις άλλες. Τον ενδιέφερε όλων η ζωή...» (Από το τελευταίο 1919 – ανέκδοτο μυθιστόρημα του Ι. Δραγούμη: - Φ. Τζωρτζάκη, Ίων Δραγούμης, Αθήνα, 1953). Πρόκειται για απλούς συναισθηματισμούς της εποχής. Ο καπιταλισμός έσπαζε. Ο σοσιαλισμός γινόταν καθεστώς στην παλιά τσαρική Ρωσία. Φυσικό, ο καθένας να σκεφτεί πάνω στο μεγάλο γεγονός, στο πέρασμα από μια κοινωνία παλιά σε μιαν άλλη κοινωνία νέα, από την κοινωνία των κατόχων του πλούτου, στην κοινωνία των ακτημόνων.

Όπως είπαμε, ο Δραγούμης δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το βιολογικό σχεδόν σχήμα της πρωτόγονης, της προϊστορικής κοινωνίας της φυλής. Το βασικό κύτταρο γι' αυτόν δεν ήταν άλλο από τη μεσαιωνική κοινότητα ή την κοινότητα της τουρκοκρατίας. Η προοπτική, συνεπώς, κάποιας εξέλιξής του σ' ένα έστω και κοντινό μέλλον ήταν μάλλον αδύνατη. Όσοι πίστεψαν στο σχήμα της κοινότητας για ένα θετικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και μ' αυτόν να αποκλείσουν το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, αποδείχτηκαν από τα πράγματα αφελείς. Το ίδιο έχει συμβεί και με τους λογοτέχνες. Πέρα από το ότι στην τέχνη η μίμηση προδίδει έλλειψη προσωπικότητας, όσοι θέλησαν να συνεχίσουν το Δραγούμη στο δοκίμιο και την πεζογραφία, δεν σκέφτηκαν να πάρουν ως αφετηρία το σημείο που έφτασε το ίνδαλμά τους. Στάθηκαν δυστυχώς στην πιστή αντιγραφή. Ένας Δραγούμης ήταν αρκετός για τα ελληνικά γράμματα. Δυο και τρεις παραπήγαν. Ο τελευταίος των άγονων μιμητών του έφτασε να γίνει υπουργός Παιδείας της χούντας**!

 

 

* Ίων Δραγούμης, «Ριζοσπάστης», 20.9.1978     **Δημ. Γρ. Τσάκωνας…

 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις