«Ὁ μοναχικός σημαιοφόρος»*
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΙΟΥΛΙΟΣ 1920. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΗΝΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ
ΑΣΦΑΛΩΣ, Ο Γ. ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ δεν είχε διαβάσει, όταν δημοσίευε, το 1965, το δυνατό του αυτό κείμενο για τον Δραγούμη, ετούτη την αποστροφή: ...Ἡ ζωή ἡ πλούσια εἶναι ἀδειανή ὡς τόσο, καί μοῦ φαίνεται πώς διαβαίνω μέσ’ στήν ἐρημιά ἱππότης σιδερόφραχτος καί μοναχικός. Αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε το 2021 στην ημερολογιακή εγγραφή 21 Ἀπρίλη 1913, στη σελίδα 215 στα «Κρυμμένα» ημερολόγια, Πατάκης). Η συνάφεια ωστόσο είναι προφανής…
Άλμπρεχτ Ντύρερ, (1471-1528), «Ο Ιππότης, ο Θάνατος και ο Διάβολος»
Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΣ
του ΓΙΩΡΓΟY ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟY
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΜΠΟΣΑ χρόνια ἔτυχε νά συναντήσω στήν περιοχή τῆς Καστοριᾶς ἕναν ἡλικιωμένο χωρικό καί νά μιλήσω μαζί του γιά τόν Μακεδονικό Ἀγῶνα. Οἱ ἀναμνήσεις του ἦταν κάπως συγκεχυμένες, τά πρόσωπα καί τά γεγονότα πού ἀνέφερε μοῦ ἦταν ἄγνωστα. Θέλοντας νά διαπιστώσω ἄν τά λεγόμενά του δέν ἦταν μόνο πληροφορίες πού εἶχε ἀπό τρίτους, ἄρχισα τότε νά τον ρωτῶ γιά γνωστά πρόσωπα καί γεγονότα τοῦ ἀγῶνα. Καί σέ μιά στιγμή ἀνάφερα καί τή φράση τοῦ Ἴωνος Δραγούμη. Τοῦ εἶπα: «Κάποιος εἶχε πεῖ τότε πώς ὁ καθένας μας, μπορεῖ μονάχος νά σώση το ἔθνος».
—Ναί, μοῦ ἀποκρίθηκε, αὐτό τό εἶπε ὁ Παῦλος Μελᾶς.
Σκέφτηκα λίγο ἄν ἔπρεπε νά ἐπιμείνω, στό τέλος τό ἀποφάσισα: «Ὄχι ὁ Παῦλος Μελᾶς, ὁ Ἴων Δραγούμης τό εἶπε».
Ἡ ἀπάντηση πού μοῦ ἔδωσε ὁ συνομιλητής μου ἐκεῖνος οὔτε τότε μέ παραξένεψε, οὔτε καί τώρα μέ παραξενεύει.
—Ὁ Παῦλος Μελᾶς, ὁ Μίκης Ζέζας κι’ ὁ Ίωνας μοῦ εἶπε, ἦταν ἕνας ἄνθρωπος.
Αὐτή ἡ ταύτιση τοῦ ἥρωα μέ τόν Προξενικό ὑπάλληλο τοῦ Μοναστηρίου εἶναι χαρακτηριστική, γιατί συνδυάζει τήν ἡρωϊκή φυσιογνωμία τοῦ Παύλου Μελᾶ καί τά λόγια τοῦ Ἴωνος Δραγούμη, γιά νά προβάλη τήν κοινή συμβολή καί τῶν δυό στόν ἀγῶνα. Τό πέρασμα ἀπό τήν πραγματικότητα στόν θρύλο, δημιουργεῖ συχνά τέτοια συνταιριάγματα πού μακραίνουν βέβαια ἀπό τήν ἱστορική ἀλήθεια μά πού ἔχουν κι’ αὐτά τήν ἀλήθεια τους, καθώς ἀδιάψευστα ἔρχονται νά μᾶς δείξουν τούς τρόπους πού διαλέγει γιά νά ἐκφραστῆ ἡ λαϊκή ψυχή. Ἔτσι καί στήν περίπτωση αὐτή μποροῦμε νά ὑποθέσουμε πώς ἡ ταύτιση τοῦ Παύλου Μελᾶ με τόν Ἴωνα Δραγούμη, δέν εἶναι ἔνα σφάλμα ἀλλά μιά σύλληψη τοῦ ἰδεώδους τῆς μορφῆς τοῦ άγωνιστή, ἀπό τήν ψυχή τοῦ λαοῦ μας.
Στήν πραγματικότητα ἡ προσπάθεια του Ἴωνος νά δημιουργήση τήν «Ἄμυνα» δέν ἦταν καί τόσο εὔκολη οὔτε καί εἶχε ἄμεσα ἀποτελέσματα, ὅπως θά νόμιζαν, μερικοί. Στό βιβλίο τοῦ «Μακεδονικός Ἀγών» ὁ κ. Γεώργιος Μόδης παρατηρεῖ χαρακτηριστικά: «Ἀπ’ τό Μοναστήρι εἶχεν ἀρχίσει μέ πρωτοβουλία καί προώθηση τοῦ Ἴωνος Δραγούμη κάποια ὀργάνωσις τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Μακεδονίας καί ιδιαίτερα τῆς Δυτικῆς, πού δέν εἶχε ὅμως πολλές θετικές καί στερεές βάσεις καί ἦταν ἀρκετά ἐπιφανειακή. Πολύς ἐνθουσιασμός, λίγα τά μέσα καί λιγώτερα τ’ ἀποτελέσματα. Ἔλειπαν τά ὅπλα, τά χρήματα ἡ πειθαρχία, ἡ ἐπιβολή, ἡ κεντρική διεύθυνσις, ὁ σαφής προσανατολισμός, καί ἡ κατευθυντήριος γραμμή, ἡ ἀποφασιστικότης, ἡ πνοή, τά κύρια δηλαδή χαρακτηριστικά στοιχεῖα μιᾶς μυστικῆς ἐπαναστατικῆς ὁργανώσεως».
Ἀντίκρυ σ’ αὐτήν τήν πραγματικότητα τί εἶχε ὁ Ἴων νά προσφέρη ἔξω ἀπό τήν φλογερή του ἀπόφαση κι’ ἐπιμονή;
«Καί λοιπόν;»… ἀναρωτιέται, μά εὐθύς ἀποκρίνεται. «Καί λοιπόν ἡ Μακεδονία εἶναι σχολεῖο ἐλευθερίας, σχολεῖο πού φτιάνει ἄνδρες ἐλεύθερους». «Ὅλοι οἱ Ἕλληνες θά συμπληρώσουν τάς σπουδάς των εἰς τήν Μακεδονίαν». «Ἡ Μακεδονία θά μᾶς σώση». «Χωρίς τούς μακεδονικούς ἀγώνες, ἡ ζωή τοῦ Ἑλληνικού Ἔθνους θά ἦταν ἀνυπόφορα πεζή αὐτά τά χρόνια, ἐνῶ ἔτσι εἶναι κάπως ἐπική».
Κι’ ἀλλοῦ μερικές γραμμές του πού κρύβουν κάποιο παράπονο, ἀντικρύ στήν πραγματικότητα, πού ἀντιστέκεται στή δική του ἐπιθυμία.
«… Γιατί νά περιμένουν τήν ἐλευθερία μόνον ἀπό τήν Ἑλλάδα; Ἄς δουλέψουν καί αὐτοί, ἄς δουλέψουν σάν νά μήν ὑπῆρχε Ἑλλάς, κι’ ἡ Ἑλλάς τότε, θά τούς βοηθήση. Παράδειγμα, οἱ Κρητικοί».
Ὁ Ἴων Δραγούμης, ὅσο κι’ ἄν τό ἐπεζήτησε δέν ἦταν ἔνα ἄτομο πλασμένο γιά δράση. Ὅσο κι’ ἄν οἱ ὁργανωτικές του προσπάθειες ἀποτέλεσαν μιάν ἀνεκτίμητη συμβολή στόν Μακεδονικό Ἀγῶνα, φαίνεται πώς γιά τόν ἴδιο δέν ἦταν ποτέ ἀρκετές. Ἡ φύση του νά προβληματίζεται βαθύτερα, τόν ἐμπόδιζε ν’ ἀφιερωθεῖ ὁλόκληρος στήν κίνηση, νά συμπληρωθῆ καί νά ὁλοκληρωθῆ μέσα σ’ αὐτήν. Πάντοτε ἡ δράση τόν ἔφερνε ἀντιμέτωπο μέ τόν διανοούμενο ἑαυτό του. Ὄχι γιατί σκέφτηκε ποτέ νά γίνη ὁ ἀπολογητής τῶν συμβάντων τῆς μεγάλης ἐκείνης ἱστορικά ὥρας. Ὁ τρόπος πού γράφει μᾶς τό ἀποκλείει γιά τά πρῶτα του ἔργα τουλάχιστον. Γι’ αὐτό θά πρέπη μᾶλλον νά δεχτοῦμε πώς ὁ Ἴων Δραγούμης ἐπιδίδεται στή συγγραφή τῶν ἔργων του γιά νά ἱσορροπήση τίς ἀντιφάσεις πού διαπιστώνει νά ἀντιμάχωνται ἡ μιά τήν ἄλλη μέσα του. Θέλει νά δράση, νά δώση τό πᾶν στόν ἀγῶνα καί το κατορθώνει, μέ τρόπο πού ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψη τίς συνθῆκες εἶναι πάντοτε ἀξιοθαύμαστος. Ὅμως γιά τόν ἴδιο δέν εἶναι καθόλου ἔτσι. Ὅταν τό βράδυ ἀποσύρεται στό δωμάτιό του, διαπιστώνει πώς μ’ ὅτι ἔδωσε δέν ὁλοκλήρωσε τόν ἑαυτό του. Καί τότε μέ τήν πέννα στό χέρι ἐξομολογεῖται, μονολογεῖ καί προσεύχεται. Γιά ὅποιον δέν θά παρασυρθή ἀπό τήν ἐσωτερική μορφή αὐτῆς τῆς ἐξομολόγησης, γιά ὅποιον ἀναζητήσει πίσω ἀπό τά λεγόμενα νά διακρίνη τό πραγματικό πρόσωπο τοῦ συγγραφέα, ἡ ἀποκάλυψη εἶναι στ’ ἀλήθεια συγκινητική.
«Σέ σᾶς στρέφομαι», παιδιά τοῦ Ἑλληνισμού καί σᾶς ἐξορκίζω, ἄν ἔχετε νά ξοδέψετε ένέργεια, ἄς εἶναι καί μέτρια, ἄν ἔχετε νά κάψετε τίποτε ἀπό σπίθες ἁπλές ἐνθουσιασμοῦ μή λησμονεῖτε ποτέ τό θάνατο τοῦ παλληκαριοῦ, ἀλλά πρό πάντων μή λησμονεῖτε τή ζωή του, τόν ἐνθουσιασμό του δηλαδή καί τή δύναμη καί τήν τόλμη, μή λησμονείτε καί τήν ἰδέα, πού γιά κείνη δούλεψε κι ὑπόφερε, οὔτε τήν πανώρια χώρα πού ἐσκοτώθη, γιατί καί ἡ ἴδια ἐκείνη καί ἡ χώρα θέλουν πολλούς ἀκόμα ἥρωες»…
Αὐτά τά λόγια γραμμένα γιά τόν Παῦλο Μελᾶ, ξεχωρίζουν καί πάλι γιατί δέν εἶναι λέξεις ὑμνητικές, παρά πηγάζουν ἀπό βαθειά, πηγάζουν ἀπό τή γνώση πού προσφέρει τό ψυχικό βίωμα τοῦ ἴδιου τοῦ Ἴωνα Δραγούμη καί ταυτόχρονα ὁ καθημερινός του ἀγῶνας γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ μεγάλου σκοποῦ.
Ὅσοι ἐπιχειρήσαν νά παρουσιάσουν τόν Ἴωνα Δραγούμη σάν μιά μορφή μεσαιωνική, σάν ἕναν ὁραματιστή καί ἀπολογητή συνάμα τῶν ἰδεωδῶν τῆς φυλῆς, δέν ἔσφαλαν βέβαια. Ἀκολούθησαν ὅμως τόν δρόμο πού ἀφαιρεῖ ἀπ’ τόν ζωντανό ἄνθρωπο τήν πολλαπλότητά του, τίς ἀντινομίες καί τίς ἀντιφάσεις του. Ἔτσι κατέληξαν σέ συζητήσεις γύρω ἀπό τό ἄν ἐσκέφτηκε τό δεῖνα ζήτημα σωστά ἤ ἄν ἡ τάδε ἰδέα του εἶχε ἤ ὄχι ἐφαρμογή στήν πραγματικότητα. Πίσω ὅμως ἀπ’ τό γραπτό ἔργο του, πού ἡ μορφή καί τό ύφος του το κάνουν να μοιάζη με έναν ατέλειωτο μονόλογο, μονόλογο γύρω ἀπό γεγονότα, ἰδέες καί πράγματα, εἶναι εὔκολο νά διακρίνης τήν ἀνθρώπινη παρουσία καί ζεστασιά, τήν ἀνθρώπινη ἀλήθεια, κι’ ἕναν καημό γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, πού τοῦ ἔταξε γιά σκοπό τή σωτηρία τοῦ Ἔθνους.
Στό βιβλίο τοῦ Κλέωνος Παράσχου, ὅπου διεξοδικά ἐξετάζονται ὅλα τά στοιχεῖα πού συγκροτοῦσαν τήν προσωπικότητα τοῦ Δραγούμη, ὑπάρχει καί ἡ εξῆς παρατήρηση:
«Δέν εἶναι ὡστόσο, οὔτε οἱ λέξεις, οὔτε οἱ ἰδέες, ὅσο πλούσιες καί ζωντανές, οὔτε ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τίς ξετυλίγει, οὔτε τά διαλεχτά, πάντα σχεδόν καί σπάνια, κάποτε, καλλιτεχνικά του χαρίσματα, οὔτε ἡ ἠθική του, καθάρια, εὐγενική, ἡρωική πού τοῦ δίνουν μιά τόσο ξεχωριστή θέση στήν πνευματική μας ζωή. Εἶναι ἡ ἔνταση, μέ τήν ὁποίαν ἔζησε ὁ Δραγούμης τό ψυχικό καί πνευματικό δρᾶμα του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὁ τόσο ἐπίμονα σκυμμένος στά βάθη του, ζή, ἀπό τά πιο νεανικά χρόνια του, ἕνα δρᾶμα ὀξύ, ὀδυνηρό ἀκατάπαυστο, τό ζῆ ἀληθινά καί μέ πάθος, δρᾶμα πού εἶναι τό ἴδιο τό ὑφάδι τῆς ζωῆς του. Κι’ ἐπειδή ζῆ τό δρᾶμα του μέ τόση ἀλήθεια, μιλεῖ γιά ὅ,τι πιό σοβαρό ἔχει ἠ ζωή καί μᾶς ἀφήνει, ξαφνικά κάθε τόσο, ν’ ἀκοῦμε, ἐνῶ κάνει λόγο γιά πράγματα πού ἀφήνουν ἀδιάφορη τήν ψυχή, τούς πιό μυστικούς ψίθυρους ἑνός λυρικοῦ κόσμου».
Κι’ ἐπιχειρῶντας μιάν ἐξήγηση αὐτοῦ τοῦ δράματος, ὁ Κλέων Παράσχος συνεχίζει:
«Κίνηση διπλή ἀπό τή μοναξιά στούς ἀνθρώπους κι’ ἀπό τούς ἀνθρώπους στή μοναξιά. Ὅπως στή μοναξιά μένει πάντα με “πνεῦμα γυρισμοῦ” στούς ἀνθρώπους, ἔτσι κι’ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, μένει πάντοτε μέ πνεῦμα γυρισμοῦ στή μοναξιά. Δέν ὡθεῖ ὁ Δραγούμης τό ποιητικό ἔνστικτο ὥς τήν ἔκσταση, ὥς τήν καθαρή φιλοσοφική θεωρία, ὁπότε θά ξεχνοῦσε τούς “ἄλλους”. Τό “ποιητικό” στόν Δραγούμη, προσπαθεῖ κάθε τόσο, προσπαθεῖ ἀδιάκοπα νά λεφτερωθῆ ἀπό το “κοινωνικό”. Μά τοῦ κάκου. Στό τέλος ὁ ποιητής ὑποτάσσεται, στόν πολιτικό. Ὑποτάσσεται ὄχι βέβαια σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἐσωτερική βίωση, τή “διάρκεια” καί τό ποιόν, ἀλλά σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν ὑλικό χρόνο τόν ποσοτικό, τήν ἔκδηλη ἐνέργεια, στήν ἀπτή κίνηση, μέσα στή ζωή. Ὑποτάσσεται ὅμως. Τό δρᾶμα μ’ ἄλλα λόγια, δέν παύει οὔτε στιγμή».
Μιά τέτοιου εἶδους τοποθέτηση, ἀνθρώπινη ὁλότελα, εἶναι, καθώς πιστεύω, ἐκείνη πού τοῦ ἔδωσε τό προβάδισμα καί τόν ὡδήγησε στά μεταίχμια τῆς ἀπομόνωσης καί ταῆς σκληρῆς κάποτε ἔπαρσης. Πῶς ἀλλοιώς, ὁ κλειστός αυτός κι’ ὑπερήφανος ἀριστοκράτης, θά κατέληγε ν’ ἀναζητήση τή Νίκη τῆς Σαμοθράκης, σ’ ἕνα νησί χαλασμένο ἀπό τή σκλαβιά; Γιατί νά μήν ὁλοκληρωθῆ, ἄν τό μποροῦσε, μέσα στήν ὑπερήφανη ἀριστοκρατική ἐγωλατρία, πού τοῦ ἀποδίδουν, ἀντί νά βασανίζεται πραγματικά νά ξεδιαλύνη μέσα στό μονόλογό του, τίς ἀντιφάσεις τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του; Σέ ἄπειρες φράσεις τοῦ ἔργου του, πίσω πάντα ἀπ’ τά λεγόμενα, πού τά χαρακτηρίζει συχνά κάποια μεγαλόπνοή διάθεση, θά μπορέσουμε νά διακρίνουμε ἕναν ἄνθρωπο πού ζητοῦσε τήν ἐπαφή μέ τούς συμπατριῶτες του, μιάν ἐπαφή πέρα ἀπό τίς ἰδέες καί τά σχήματα, μιάν ἐπαφή ζεστή, ζωντανή κι’ ἀνθρώπινη. Θάπρεπε λοιπόν νά νοιώθη ἀφάνταστα ἀπομονωμένος, γιατί αὐτός πού τόσο πάσκισε νά πλησιάση τόν λαό μέ τήν ψυχή κι’ ὄχι μέ τή διάνοια, σάν ποιητής πάντα καί ποτέ σάν πολιτικός, ἔβλεπε νά τοῦ διαφεύγη αὐτή ἡ δυνατότητα. Ζητοῦσε σέ ὄλα τό ἀπόλυτο κι’ ἀδιαφοροῦσε κι’ εἰρωνευόταν τό σχετικό.
Γι’ αὐτό τόν ἀκοῦμε κάπου νά λέη: «Πολλοί νομίζουν πώς μέ τό νά ἀπευθύνονται στό λαό μποροῦν νά φέρουν τήν νεοελληνική ἄνθηση. Ὁ λαός ὅμως δέν φωτίζεται μέ μοναχικές ἐνέργειες μερικῶν ἀτόμων, ὅσο φωτεινά καί ἄν εἶναι, χρειάζεται μιά ἀριστοκρατία ὁλόκληρη γιά νά ἐπηρεαστῆ ὁ λαός. Ὄχι ἀπό κάτω, παρά ἀπό πάνω θ’ ἀρχίση ὁ ξαναγενημός. Ἄς φωτιστοῦν οἱ μορφωμένοι, ἄς λουστοῦν στά φεγγερά καί διάφανα νερά τῆς λαϊκῆς ψυχῆς, ἄς συνταραχτοῦν καί ἄς θελήσουν κάτι καί ὁ λαός θά τούς ἀκολουθήση».
Τό πόσο ἔχουν παρεξηγηθῆ αὐτή καί ἄλλες ἀνάλογες θέσεις τοῦ Ἴωνος Δραγούμη εἶναι γνωστό. Σά νά ζητοῦσε μέ τίς θέσεις αὐτές νά κυριαρχήση καί νά ἐπιβάλη ἀπόψεις πιεστικές τοῦ λαοῦ, ἕνας ἄνθρωπος πού γιά νά ζητᾶ τόν ξαναγενημό τοῦ ἔθνους ἐκ τῶν ἄνω θά πῆ πώς ἤξερε ν’ ἀπαιτῆ πρῶτα ἀπ’ τόν ἑαυτό του κι ὕστερα ἀπό τούς ἄλλους. Ἕνας ἄνθρωπος πού γιά νά ζητᾶ ἀπό τούς μορφωμένους νά λουστοῦν στά φεγγερά νερά τῆς λαϊκῆς ψυχῆς, θά πῆ πώς πίστευε στήν καθαρότητα καί τήν ἀγνότητά τους.
«Τά “πάτρια”, τά κρατεῖ ὁ ἑλληνικός λαός μονάχος του, χωρίς νά τό θέλη καί χωρίς νά τό πολυξέρη· τά πάτρια εἶναι στό αἷμα τοῦ Ἕλληνος μέσα. Καί τά πάτρια δέν εἶναι τό σακκάκι κι’ ἡ ρεπούπλικα ἤ ὁ κορσές καί τό μεγάλο καπέλο μέ τά ψεύτικα τριαντάφυλλα. Αὐτά δέν ἀλλάζουν τόν Ἕλληνα· ὅπως δέν τόν ἀλλάζουν οἱ φράγκικες ἰδέες. Θά πάρη ἀπ’ αὐτές ὅ,τι μπορέση νά ἀφομοιώση· τά ἄλλα θά ξεθυμάνουν μόνα τους καί θά γίνουν καπνός, ἀέρας, στάχτη, γιά τόν Ἕλληνα, ὅ,τι δέν μπορεῖ νά ἀφομοιώση».
Παντοῦ ἡ ἴδια προσήλωση στό ἀπόλυτο, ἡ ἴδια πεποίθηση στή δύναμη τῆς ψυχῆς τοῦ λαού, ἡ ἴδια ἐλπίδα κι’ ἀπαντοχή γιά το ξαναγέννημα, τό ἰδεῶδες, ἕνας ἀτέλειωτος μονόλογος γύρω ἀπό γεγονότα, πρόσωπα καί πράγματα, πού ὡδηγοῦσε στήν βασανιστική ἀπομόνωση, στήν αὐτοκριτική καί στήν ἀπελπισία. Ὡστόσο ὁ ἀτέλειωτος αὐτός μονόλογος βρῆκε κάποτε τή δικαίωσή του. Πέρα πάντα ἀπ’ τίς ἰδέες, πού μεταβάλλονται καί ἐναλλάσσονται, τό ὄνομα τοῦ Ἴωνος Δραγούμη συνδέθηκε μέ μιάν ἐποχή πολυτάραχη κι’ ἐνῶ τόσα ἄλλα λησμονήθηκαν καί παραμερίστηκαν, αὐτό παραμένει ἀπείραχτο στή μνήμη τοῦ λαοῦ μας, σάν τό ὄνομα ἑνός σημαιοφόρου πού προχώρησε σέ μιά μάχη μονάχος ὅσο κι’ ἀπτόητος, ὥσπου ἔπεσε.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημ. Ελληνικός Βορράς, 14 Αυγούστου 1966.
[ΕΝΤΟΠΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ-ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ: ΝΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ]
Ευχαριστούμε,,
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα πάτρια τα κρατούσαν οι Έλληνες τότε, σήμερα όμως;;; Πολύ φοβάμαι...
ΑπάντησηΔιαγραφή