«Ο ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ ΑΔΥΝΑΤΟΣ»
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΙΟΥΛΙΟΣ 1920. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΗΝΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ
ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΝΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ
ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΠΡΟΤΟΥ δολοφονηθεί ο Ί. Δραγούμης, είχε γράψει το κείμενο αυτό, που δημοσίευσε η «Καθημερινή», στις 29 Ιουλίου του 1920. Πρόκειται για το τελευταίο άρθρο της ζωής του Δραγούμη. Ένα άρθρο πάλι, το 1917, τον είχε στείλει στην εξορία. Αυτό όμως εδω μοιάζει να τον έχει στείλει στο θάνατο. Μ’ αυτήν του, την τελευταία, δημόσια παρέμβαση, ο Δραγούμης, προσπαθεί να χαμηλώσει την ένταση της παλλαϊκής φρενίτιδας γύρω από την −ασφαλώς θνησιγενή− «Συνθήκη των Σεβρών» ενώ καταθέτει με φανερή πικρία (και όχι μόνον ρητορικά...) ερωτήματα προς τον θριαμβευτή Βενιζέλο. Φροντίζει μάλιστα να κάνει ένα χρονολογικό σημείωμα με τα έργα και τις ήμερες του «Εθνάρχη» από τη στιγμή που αυτός εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, στα 1910, μέχρι το 1920.
Το άρθρο προκάλεσε ζωηρή εντύπωση και θύμωσε πολλούς. Αξίζει να σημειώσουμε πως, τις επόμενες μέρες, όταν ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» δημοσίευσε ψήφισμα για τη δολοφονία του Δραγούμη, ιδρυτικού και επί δέκα χρόνια ενεργότατου και κορυφαίου μέλους της εταιρίας, ο Δ. Π. Πετροκόκκινος, ταμίας του Ομίλου, στενός συνεργάτης-συνομιλητής και ένας από τους τρεις, μαζί με τον Δραγούμη, εμπνευστές της ίδρυσής του, υποβάλλει την παραίτησή του εκφράζοντας «ιερή» αγανάκτηση. Στο κείμενο της παραίτησής του γράφει:
Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ αἰσθάνωμαι συμπάθεια καὶ θαυμασμὸ γιὰ ἄνθρωπο ποὺ ἔγραφεν ὅτι ἡ 18η Νοεμβρίου [1916] εἶναι «εὐλογημένη» ἡμέρα καὶ ποὺ ἔγραφεν ἄρθρα σὰν ἐκεῖνο στὴν «Καθημερινὴ» τῆς 29 Ιουλίου [1920] «Ὁ ἐξαγνισμὸς ἀδύνατος»...
Καθημερινή, 29 Ιουλίου 1920
Ο ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ ΑΔΥΝΑΤΟΣ
Ὁ κ. Βενιζέλος εἶχε μίαν ἔμπνευσιν. Συνεχάρη διὰ τηλεγραφήματος τὸν στρατὸν καὶ ἐνεθυμήθη τοὺς ἀποθανόντας εἰς τὸν πόλεμον. Εἰς τὸ τηλεγράφημα ἀναφέρει μὲ κάποιαν αὐταρέσκειαν τὴν Ἑλλάδα τῆς Ἄρτης καὶ Μελούνας ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Ἑλλάδα ποὺ ἔφθασεν εἰς τὰ πρόθυρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ μέχρι κέντρου τῆς Μ. Ἀσίας, ἀναβιβασθεῖσα εἰς μεγάλην περιωπήν, πιστοποιουμένην ἀπὸ τὸν λόγον τοῦ Ἄγγλου Πρωθυπουργοῦ. Καί, ὢ τοῦ θαύματος, μνημονεύει «τὰ ἐθνικὰ ὄνειρα» τόσων γενεῶν, καὶ βεβαιώνει ὅτι τὸ «ἔθνος σπανίως ἔζησεν ὡραιοτέρας ἡμέρας τῶν σημερινῶν».
Τί παθὼν παρέβη τὴν συνήθειάν του ὁ κ. Βενιζέλος, τὴν συνήθειαν τοῦ νὰ ἀποδίδῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του ὅ,τι καλὸν γίνεται ἀπὸ δεκαετίας εἰς αὐτὸν τὸν τόπον; Τὸν ἐνέπνευσεν ἆραγε ὁ ἔπαινος καὶ τὰ ἐγκώμια τοῦ κ. Λόϋδ Τζώρτζ πρὸς τὸν Ἑλληνικὸν λαόν; Ἐσκέφθη ὅτι αἱ νίκαι τοῦ στρατοῦ ἀπὸ ὀκταετίας εἶχον ἀνάγκην ἐξάρσεως διὰ νὰ τὰς ἐννοήσῃ ὁ Ἑλληνικός λαός; Ὄχι. Ἁπλῶς ἐσκέφθη ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐξαρθοῦν αἱ νίκαι τοῦ στρατοῦ διὰ νὰ ἀντανακλάσουν εἰς αὐτὸν τὸν κ. Βενιζέλον.
Ὅ,τι καλὸν ἔγινε εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τοῦ 1910, τὸ ἀποδίδει, κατά κανόνα, εἰς τὸν ἑαυτόν του, καὶ τὸν πειράζει κατάκαρδα ὁσάκις τυχὸν ἀποδίδεται εἰς ἄλλους, εἰς ἄτομα ἐργασθέντα καὶ εὐδοκιμήσαντα ἢ εἰς τὸ σύνολον τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ στρατοῦ, ὁ δίκαιος ἔπαινος τῶν ἐθνικῶν ἐπιτυχιῶν, ἢ ἡ προπαρασκευή των.
Ἀλλ’ ἀφοῦ ὅλα τὰ καλὰ ὅσα ἔγιναν εἰς τὸν τόπον αὐτὸν ἀπὸ τότε ποὺ κυβερνᾷ τὴν Ἑλλάδα τὰ οἰκειοποιεῖται αὐτὸς πρὸς ἰδίαν δόξαν καὶ κομματικὸν ὄφελος, θὰ ἔπρεπε καὶ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ συνέβησαν νὰ ἀνεγνώριζε ὅτι εἰς αὐτὸν ὀφείλονται, καὶ νὰ ὡμολόγει τὸσ φᾶλμα του καὶ τὸ ὄνειδος.
Θὰ ἦτο κανεὶς δίκαιος ἂν ἀνεγνώριζε ὅτι ἔγιναν ἀπὸ τοῦ 1910 πολλὰ εἰς τὸν τόπον αὐτόν, καὶ καλὰ καὶ κακά, καὶ ὅτι ἂν συνετέλεσε καὶ αὐτὸς εἰς μερικὰ καλά, ἐξ ἄλλου ἔγινε αἴτιος τόσων κακῶν, ὥστε νὰ σκεπάσῃ τὰ καλὰ εἰς ὅσα συνέπραξε. Ἐνθυμίζει τὸν πόδα τῆς ἀγελάδος, ὁ ὁποῖος μὲ μίαν κλωτσιὰ ἀναποδογυρίζει τὸν κάδον μὲ τὸ γάλα ποὺ τῆς ἅρμεξαν.
Συχνά, ὅπως
δικαιολογήσῃ
τὸν ἑαυτόν
του διὰ τὰ
κακὰ ποὺ
διέπραξε, λέγει, αὐτὸς καὶ
οἱ συνένοχοί του, ὅτι «ὁ
σκοπὸς ἁγιάζει
τὰ μέσα». Ἀλλ’ ὅταν
τὰ μέσα εἶνε ἡ
καταστροφὴ
τοῦ σκοποῦ, ποῖος
πλέον καθαγιασμὸς
ἀπομένει; Ποῦ εἶνε
πλέον ὁ σκοπὸς
ὅταν τὰ
μέσα τὸν ἀνέτρεψαν;
Καὶ ποῦ
ἡ δικαιολογία τῶν μέσων, τῶν ὁποίων
αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη
τοῦ καθαγιασμοῦ;
Διότι, ἀλήθεια, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην
τοῦ ἰδίου
ἐξαγνισμοῦ ὁ
κ. Βενιζέλος καὶ
ὁ βενιζελισμός. Ἡ ἀδυναμία
του νὰ προσελκύσῃ πλέον τὸν λαὸν
ποὺ τὸν
ἀνέδειξε καὶ τὸν
ὁποῖον
τόσον ἐκακομεταχειρίσθη, τὸν ἐξαναγκάζει
νὰ δικαιολογηθῇ ἀπέναντί
του. Τὸ δὲ
βαθὺ αἴσθημα
τῆς ὀφειλομένης
δικαιοσύνης, τὸ
ὁποῖον
κατέχει τὸν
Ἑλληνικὸν λαόν, φέρει εἰς στενόχωρον θέσιν τὸν ἁμαρτήσαντα
ἄνθρωπον καὶ τοὺς
ὀπαδούς του και τοὺς ἀναγκάζει
νὰ αἰσθανθοῦν ἀπέναντί
του τὴν ἀνάγκην
τῆς δικαιολογίας καὶ τοῦ
ἐξαγνισμοῦ.
Κάποιον ἔνδυμα
ἔπρεπε νὰ εὕρῃ διὰ
νὰ περιβάλῃ τὴν
γυμνότητα τῶν
κακῶν του προθέσεων ὁ ἐγωπαθής
ἄνθρωπος, ὁ πεισματάρης, ὁ ἐκδικητικός.
Καὶ εὑρῆκε τὴν
ἐθνικὴν
περιβολὴν ὡς
τὴν πλέον κατάλληλον διὰ τὴν
περίστασιν, ὁ
ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος, ἀλήθεια,
περιέπαιζε κάθε ἐθνικὸν ὄνειρον
καὶ ἐποδοπάτει
τὴν ἐθνικὴν παράδοσιν ὡς προγονοπληξίαν.
Τὸν
καιρὸν ποὺ
αὐτὸς
ἐρραδιούργει εἰς τὴν
Κρήτην κατὰ
τοῦ ἡγεμόνος
καὶ κατὰ
τῆς ἑνώσεως,
τὸ δὲ
Κράτος, μόλις συνερχόμενον ἀπὸ τὸν
πόλεμον τοῦ
1897 ἐπεδίδετο εἰς σύντονον καὶ δαπανηρὰν στρατιωτικὴν καὶ
ναυτικὴν ἀναδιοργάνωσιν,
εἰργάζοντο σιωπηλῶς καὶ
ἐπιμόνως ἄλλοι ἄνθρωποι
ἀπὸ
τοῦ 1903 εἰς τὴν
Μακεδονίαν, ἀπὸ τοῦ
1906 εἰς τὴν
Θράκην καὶ
τὴν Ἤπειρον,
ἀπὸ
τοῦ 1908 εἰς τὴν
Πόλιν καὶ εἰς
ὅλην τὴν
τότε Τουρκίαν. Ἡ
ἐργασία αὕτη δι’ αὐτὸν
ἦτο ἄγνωστος,
ὅπως ἄγνωστος
ἦτο καὶ
ἡ δύναμις τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰς
ὅλην τὴν
Ἀνατολήν, ἄγνωστος καὶ ἡ
γεωγραφία καὶ
ἡ ἱστορία
καὶ ἡ
ἐθνολογία τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν.
Τώρα δὲ ὅπου
ἠναγκάσθη νὰ ἀναγνωρίσῃ τὴν
ἀξίαν τῶν ἐθνικῶν διεκδικήσεων, ὁ νεοφώτιστος αὐτὸς
ψευδοεθνικιστής, νομίζει ὅτι
ἀνεκάλυψε κάτι νέον, τὸ ὁποῖον καὶ
τὸν ἐκπλήττει,
ἀγνοεῖ
δ’ ἐπιμόνως κάθε προηγούμενην ἐνέργειαν, κάθε τίμιον καὶ ὡραῖον ἀγῶνα πρὸς
ἕνωσιν τῆς φυλῆς,
κάθε θυσίαν τοῦ
ἔθνους εἰς ἄνδρας,
μάρτυρας καὶ
ἥρωας, καὶ κάθε σιωπηλὴν κοπιώδη ἐργασίαν γενεῶν ὁλοκλήρων.
Ὅταν ἔφθανεν εἰς τὰς Ἀθήνας, μετὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1909, διὰ νὰ κυβερνήσῃ τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἤρχετο μὲ μόνα πολιτικά σχέδια, ὡς πρὸς μὲν τὸ ἐσωτερικὸν πρόβλημα τὴν ἐκδίωξιν τοῦ βασιλέως Γεωργίου, ὡς πρὸς δὲ τὸ ἐξωτερικὸν τὴν ἕνωσιν τῆς Κρήτης μὲ τὴν Ἑλλάδα δι’ ἐγκαταλείψεως τῆς Θεσσαλίας εἰς τοὺς Τούρκους, ἄλλοι, συνεχίζοντες παλαιοτέρας προσπαθείας εἰς τὸ ὑπόδουλον ἔθνος, ὀργάνωναν τὰς δυνάμεις τούτου καὶ προητοίμαζαν τὴν σύμπραξιν τῶν Ἑλλήνων μὲ τὰ ἄλλα ἔθνη τῆς Ἀνατολῆς. Λαβὼν γνῶσιν τῶν γενομένων, ἐμυκτήρισεν αὐτὰ ὡς φαντασιοπληξίαν· καὶ ὅταν ἠθέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῇ μέρος τῆς προγενεστέρας ἐργασίας, τὴν ἐστρέβλωσε παρασυρθεὶς ἀπὸ ξένας ἀντιλήψεις.
Ἐν τούτοις τὰ σημερινὰ εὐχάριστα ἐθνικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἄνευ αὐτοῦ θὰ ἦσαν ἀκόμη πλέον εὐχάριστα, ἐκυοφορήθησαν ἀπὸ τὴν μακροχρόνιον, ἐπίμοχθον καὶ συστηματικὴν προγενεστέραν προσπάθειαν τῶν καλειτέρων τοῦ ἔθνους. Χωρὶς αὐτήν, τίποτε δὲν θὰ ἐπετυγχάνετο οὔτε εἰς τὰ 1912 οὔτε τώρα. Τὰ ἐθνολογικά δίκαια τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν τὰ ἀνεκάλυψεν αὐτός, ὑπῆρχαν ἐνῷ αὐτὸς τὰ ἐθεώρει χίμαιραν. Ἂν δὲν τὰ ἀνεγνώριζαν οι ξένοι, ἔχοντες πρὸς τοῦτο συμφέρον, τώρα τὰ ἀναγνωρίζουν, ὄχι χάρις εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διότι τὰ συμφέροντά των, ἐκ λαθῶν τῆς Βουλγαρίας καὶ Τουρκίας, ἤλλαξαν κατεύθυνσιν, ἀλλὰ καὶ διότι, παρ’ ὅλας τὰς ἰμπεριαλιστικὰς βλέψεις τῶν μεγάλων, ἐπεκράτησεν ὡς ἀρχὴ κατὰ τὸν Εὐρωπαϊκὸν πόλεμον ἡ ἀναγνώρισις τῶν ἐθνικῶν δικαίων τῶν λαῶν. Ὑπῆρχαν ὅμως πάντοτε τὰ ἐθνικὰ δίκαια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μολονότι αὐτὸς δὲν τὰ διέκρινε, ὑπῆρχαν διότι τὰ ἐγνώριζε καὶ τὰ ᾐσθάνετο βαθύτατα, ἔστω καὶ ὑποσυνειδήτως ἐνίοτε, τὸ Ἔθνος ὁλόκληρον. Ἐπ’ αὐτῶν δὲ ἐστήριζαν τὰ ὄνειρά των τόσαι γενεαί, ἐργασθεῖσαι καὶ πρὸς πραγμάτωσίν των.
Ἀλλὰ πλὴν τῶν ἐθνικῶν δικαίων ὑπῆρχε καὶ στρατὸς καὶ στόλος, ὀργανωθέντες πρὸ αὐτοῦ. Παρ’ ὅλα δὲ ὅσα διέπραξε διὰ νὰ διαλύσῃ τὴν ὀργάνωσίν των, μαζὺ μὲ τὸ Κράτος, κατὰ τὸ 1916 καὶ 1917, δὲν κατώρθωσε νὰ σβύσῃ τὴν στρατιωτικὴν παράδοσιν, τὴν δημιουργηθεῖσαν διὰ μακρᾶς καὶ συνεχοῦς προγενεστέρας προσπαθείας. Ἔχον μαζύ του τὸ δίκαιον, τὰ ὄνειρα καὶ πολεμικὰς δυνάμεις, μὴ κατατριβείσας παρακαίρως, δὲν ἠδύνατο νὰ μὴν ἔχῃ καὶ ἐπιτυχίας ἐθνικὰς τὸ ἀγωνιζόμενον Ἔθνος, καθ’ ἣν ὥραν καὶ εἰς ἡττηθέντα ἔθνη ἀνεγνωρίσθη ἡ ἀνάγκη τῆς πολιτικῆς ἀποκαταστάσεως καὶ ἡ ἕνωσις μὲ τοὺς ὁμαίμονας, ἀλλὰ καὶ εἰς οὐδέτερα ἔθνη ἀπεδόθη ἐθνολογικὴ δικαιοσύνη, εἴτε ἀπὸ συμφέρον τῶν μεγάλων εἴτε καὶ ἀπὸ τήν, ἔστω καὶ μερικήν, ἔστω καὶ πρόσκαιρον, ὑποταγὴν τούτων εἰς τὸ δόγμα τοῦ αὐτοκαθορισμοῦ τῶν λαῶν.
Πρέπει δὲ νὰ σημειωθῇ ἐδῶ ὅτι καὶ πάλιν δὲν ἤρκεσε ὁ πόλεμος ὁ Εὐρωπαϊκὸς διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ τὰς ἐθνικὰς διεκδικήσεις τῆς Ἑλλάδος, καὶ ἐχρειάσθη ἐκστρατεία κατὰ τῆς Ρωσσίας διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν νὰ πατήσωμεν τὸν πόδα εἰς τὴν Σμύρνην, καὶ ἐκστρατεία εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν διὰ νὰ φυλάξωμεν τὴν Σμυρναϊκὴ περιοχήν, καὶ ἐκστρατεία εἰς τὴν Θράκην διὰ νὰ τὴν καταλάβωμεν. Καὶ ἀκόμη δὲν εἰξεύρομεν ἂν δὲν θὰ χρειασθοῦν καὶ νέαι θυσίαι ὅπως ἐξασφαλίσωμεν ὁριστικῶς τὰ ἀποκτηθέντα, τὰ ὁποῖα καὶ δὲν συμπληρώνουν τὸν κύκλον τῶν δικαίων ἀξιώσεων τοῦ Ἔθνους.
Αἱ
ἐκστρατεῖαι αὐταὶ καὶ
οἱ πόλεμοι σημαίνουν θυσίας εἰς ἄνδρας
καὶ εἰς
χρῆμα. Ἐπειδὴ δὲ
ἡ συνέχισις αὐτῶν
ἐπ’ ἄπειρον
θὰ ἐξαντλήσῃ τὸ
Ἔθνος, ἀνάγκη νὰ προσέξωμεν καὶ νὰ
φεισθῶμεν τῶν
δυνάμεών του.
Κάθε ἡμέρα ποὺ περνᾷ
προσθέτει νέα οικονομικά βάρη καὶ
νέας θυσίας. Τὸ
ὅτι δὲν
ἐξηντλήθημεν παρακαίρως δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει καὶ καλὰ
νὰ ἐξαντληθῶμεν τώρα, διότι ἔπειτα θὰ αἰσθανθῶμεν τὰς
ποικίλας καὶ
βαρείας συνεπείας τῆς
νικηφόρου ἐξαντλήσεώς
μας. Αἱ θυσίαι μας ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ
ἐπιτρέπεται νὰ φθάσουν μέχρις ἐξαντλήσεως τοῦ Ἔθνους.
Ἀλλὰ
τοῦτο εἶνε
ἄλλο ζήτημα, τὸ ὁποῖον δὲν
θὰ ἐξετάσω
εδώ.
Ἐκεῖνο ποὺ θέλω σήμερον νὰ εἰπῶ εἶνε ὅτι, ἐὰν ὁ κ. Βενιζέλος ἀποδίδῃ εἰς ἑαυτὸν τὰς ἐπιτυχίας τοῦ Ἔθνους, διὰ νὰ δικαιολογήσῃ τὰ ὅσα κατ’ αὐτοῦ διέπραξε κακὰ καὶ νὰ ἐξαγνισθῇ, δὲν κάμνει ἄλλο παρὰ νὰ ὑβρίζῃ αὐτὸ τὸ Ἔθνος, ἀφοῦ προηγουμένως τὸ ἐταλαιπώρησε ματαίως καὶ τὸ διῄρεσε καὶ τὸ κατετυράννησε. Ἂν πάλιν ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ κακὸν ποὺ διέπραξε ἦτο ἀναγκαῖον διὰ νὰ ἐπέλθῃ τὸ καλὸν ποὺ ἐπετεύχθη, δὲν λέγει τὴν ἀλήθειαν, διότι κανεὶς δὲν ἔβλαπτε τὰ συμφέροντα τοῦ Ἔθνους καὶ τῶν Συμμάχων, ἔστω καὶ ἐὰν ἐτήρει ἐπί τινα χρόνον ἡ Ἑλλὰς οὐδετερότητα, ἀναμετροῦσα τὰς δυνάμεις της καὶ προσμένουσα τὴν κατάλληλον ὥραν.
Ἀπέναντι τῶν ἐθνικῶν ἐπιτυχιῶν ἔχομεν ὡς κακὸν ἀντίρρυπον, πρῶτον, θρασεῖαν ἀπόπειραν πρὸς μείωσιν τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας καὶ τῆς πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ Κράτους. Ἐλπίζω νὰ ἀποτύχῃ τελειωτικῶς ἀλλ’ ὁ κίνδυνος δὲν ἔπαυσεν ἴσως ὑπάρχων. Δεύτερον, ἔχομεν ἐμπρός μας τὸ βάραθρον ἑνὸς ἐσωτερικοῦ σπαραγμοῦ, καὶ τίποτε δὲν ἰσχύει διὰ νὰ δικαιολογήσῃ τὸν δημιουργὸν ἐμφυλίων πολέμων διὰ τῆς τυραννίας τοῦ λαοῦ. Τοῦτο ἐξηγεῖ καὶ τὴν μὴ ἐκδήλωσιν χαρᾶς ἀμιγοῦς ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ διὰ τὰς ἐθνικὰς ἐπιτυχίας, καὶ τὴν μὴ ἄδολον συναίσθησιν ὅτι σπανίως ἔζησεν ὡραιοτέρας ἡμέρας τῶν σημερινῶν. Συνέχει ἀκόμη τὴν ψυχήν του κάποια ανησυχία.
Ἐπιπόλαιος παρατηρητής θὰ ἀπήντα εἰς ταῦτα ὅτι δὲν πταίει ὁ κ. Βενιζέλος, ἀλλ’ ὁ λαός, ὁ ὁποῖος ἀφέθη νὰ τυραννηθῇ ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπον. Ἀλλὰ θὰ ἠγνόει ὁ παρατηρητὴς ὅτι τὴν δύναμιν πρὸς τυραννίαν τοῦ λαοῦ τὴν ἤντλησεν ἀπὸ τοὺς ξένους, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ξένους ἀκριβῶς ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐπερίμενεν ὁ λαὸς τὴν ὑποστήριξιν τῶν διεκδικήσεών του, καὶ δὲν ἠδύνατο ἑπομένως νὰ ἀντιταχθῇ εἰς αὐτοὺς ἐκ φόβου μήπως βλαφθοῦν τὰ ἐθνικὰ δίκαια.
Τί σκέπτεται καὶ τί λέγει ὁ κ. Βενιζέλος περὶ τούτων ὅλων μᾶς εἶνε ἀδιάφορον. Μᾶς ἐνδιαφέρει μόνον ὅτι ὁ Ἑλληνικός λαός, ἀκλόνητος εἰς τὰς πεποιθήσεις του, ὑπερηφανεύεται μὲν διὰ τὰς ἐπιτυχίας τοῦ στρατοῦ ὁ ὁποῖος ἐξῆλθε ἀπὸ τὰ σπλάχνα του, ἀλλὰ περιμένει τὴν ὥραν τῆς δικαιοσύνης, καὶ ἐχόμενος τῆς πολιτικῆς του ἐλευθερίας, ἐξωτερικῆς καὶ ἐσωτερικῆς, ἀποκρούει κάθε ἐνδεχόμενην ἀνίερον προσπάθειαν πρὸς μεταμόρφωσιν τῆς Ἑλλάδος εἰς κράτος ὑποτελὲς κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς Πορτογαλλίας ἢ τῆς Περσίας, ἢ εἰς κράτος δουλεῦον εἰς τὴν τυραννίδα μιᾶς ὀλιγαρχίας.
Ι. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ
Συγκλονιστικό κείμενο. Τι πολιτική ανάλυση. Σε ευχαριστούμε Νώντα που το μοιράστηκες μαζί μας
ΑπάντησηΔιαγραφή